Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

2 Αυγούστου Συναξαριστής Ανακομιδή Λειψάνου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, Εύρεσις Λειψάνων Μαξίμου, Δάδα και Κυντιλλιανού Μαρτύρων, Εγκαίνια Ναού Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, Φωκά, Αποβίωση Βασιλέα Ιουστινιανού του Β’, Θεοδώρου Νεομάρτυρα, Βασιλείου Δια Χριστόν Σαλού, Φωτεινής Οσίας Κυπρίας.

Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη στὰ χρόνια ποὺ οἱ μεγάλοι διωγμοὶ τῶν πρώτων χριστιανῶν εἶχαν κοπάσει καὶ αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος.
Τότε, ὁ Ἅγιος Στέφανος φανερώθηκε τρεῖς φορὲς σὲ κάποιον εὐσεβῆ γέροντα ἱερέα, τὸ Λουκιανό, καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὸν τόπο, ὅπου ἦταν κρυμμένο τὸ λείψανό του. Αὐτὸς ἀμέσως τὸ ἀνέφερε στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωάννη, ποὺ μὲ τὴ σειρὰ του πῆγε στὸν ὑποδεικνυόμενο τόπο καὶ πράγματι βρῆκε τὸ Ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Κατὰ τὴν εὕρεση ἔγινε μεγάλος σεισμός, καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου πλημμύρισε εὐωδία τοὺς παρευρισκόμενους στὸν τόπο ἐκεῖνο.
Λέγεται ὅτι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀκούστηκαν ἀγγελικὲς φωνές, ποὺ ἔλεγαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Δηλαδή, δόξα ἂς εἶναι στὸ Θεό, στὰ ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ στὴν ταραγμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία γῆ ἂς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη, διότι ὁ Θεὸς φανέρωσε τὴν εὐαρέσκειά Του στοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ Του.
Φανέρωναν, ἔτσι, οἱ ἄγγελοι περίτρανα ὅτι ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος μαρτύρησε γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἀργότερα, τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐναποτέθησαν στὸν – ἐπ’ ὀνόματι αὐτοῦ – ἀνεγερθέντα Ναὸ ὑπὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων πρωτόαθλε Στέφανε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδές σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.



Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τῆς Ἀνακομιδῆς. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς πλοῦτος ἀκένωτος, τῆς ἀθανάτου ζωῆς, τὸ θεῖόν σου Λείψανον, ἐκ τῶν λαγόνων τῆς γῆς, τῇ κτίσει ἀνέτειλεν· ὅθεν ἡ Ἐκκλησία, θείαν χάριν τρυγῶσα, Στέφανε Πρωτομάρτυς, κατὰ χρέος τιμᾷ σε· ἣν φύλαττε πρεσβείαις σου, ἐκ πάσης αἱρέσεως.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Αὐτόμελον.
Πρῶτος ἐσπάρης ἐπὶ γῆς, ὑπὸ τοῦ οὐρανίου Γεωργοῦ πανεύφημε· πρῶτος τὸ αἷμα ἐπὶ γῆς, διὰ Χριστὸν ἐξέχεας μακάριε· πρῶτος ὑπ’ αὐτοῦ, τὸν τῆς νίκης στέφανον ἀνεδήσω ἐν οὐρανοῖς, ὡς Ἀθλητῶν προοίμιον, στεφανῖτα, τῶν Μαρτύρων ὁ πρώταθλος.

Μεγαλυνάριον.
Ὅλον διάλαμπον ὑπερφυῶς, αἴγλῃ ἀφθαρσίας, ὡς πολύολβος θησαυρός, ἀπὸ γῆς ἐφάνη, Χριστοῦ τῇ Ἐκκλησίᾳ, Στέφανε Πρωτομάρτυς, τὸ θεῖον σκῆνός σου.





Εὕρεσις Τιμίων Λειψάνων Ἁγίων Μαρτύρων Μαξίμου, Δᾴδα καὶ Κυντιλλιανοὺ

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοὺ (296 μ.Χ.), στὴν πόλη Δωρόστολο στὴ χώρα τῆς δεύτερης Μυσίας, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Ὅταν τοὺς συνέλαβε ὁ Ὕπατος Ταρκίνιος, διέταξε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ Ἅγιοι ἀρνήθηκαν νὰ ἐκτελέσουν τὴ διαταγή, μαστιγώθηκαν ἀλύπητα. Ἔπειτα τοὺς ὁδήγησαν σ’ ἕναν τόπο, ποὺ εἶχε τὴν ὀνομασία Ὀζοβίας καὶ ἐκεῖ – 13 Ἀπριλίου – τοὺς ἀποκεφάλισαν.
Σ' αὐτὴ τὴν τοποθεσία λοιπόν, ἔμειναν γιὰ πολλὰ χρόνια κρυμμένα τὰ λείψανά τους. Ἀλλὰ τὴν 2α Αὐγούστου, ἄγγελος Κυρίου φανέρωσε τὸν τόπο ὅπου ἦταν κρυμμένα τὰ ἅγια λείψανα τῶν τριῶν Μαρτύρων, καὶ μεταφέρθηκαν στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (στὴν Κωνσταντινούπολη), στὸν τόπο Βιγλεντίου λεγόμενο, ὅπου καὶ πανηγυρίζουν στὴν μνήμη τους.





Ἐγκαίνια ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου πλησίον τῆς ἁγιοτάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς.





Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς

Δὲν ἔχουμε κανένα βιογραφικό του στοιχεῖο, ἁπλὰ ἀναφέρεται σὰν Ἅγιος της Ἐκκλησίας.





Ἡ ἀποβίωση τοῦ εὐσεβῆ Βασιλιὰ Ἰουστινιανοῦ Β’ ποὺ τάφηκε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους

Πρόκειται γιὰ τὸν Ἰουστινιανὸ Β’ τὸ νέο, τὸν Ρινότμητο, ποὺ βασίλευσε ἀπὸ τὸ ἔτος 685 ἕως τὸ ἔτος 695.





Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Νεομάρτυρας

Ἀσυμβίβαστος μέχρι θανάτου ἀπέναντι στὶς Τούρκικες προκλήσεις γιὰ τὴν πίστη του.
Ὁ νεομάρτυρας Θεόδωρος γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Ἑλλησπόντου καὶ Τρωάδος, ποὺ Τούρκικα ὀνομαζόταν Ἐρένκιοι. Ἀνατράφηκε δὲ ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Κυριακή.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία πῆγε στὴν πόλη Τανὰκ Καλὲ (Δαρδανέλια), ὅπου ἔμαθε καὶ ἐξασκοῦσε τὴν τέχνη ἐπεξεργασίας σουσαμιοῦ. Ἂν καὶ ἦταν μόλις 20 χρονῶν, ὁ Θεὸς τὸν εἶχε προικίσει μὲ πλούσια ἀρετή. Αὐτὸ ὅμως τὸ πρόσεξε καὶ κάποιος πλούσιος Τοῦρκος τῆς πόλης, ποὺ θέλησε νὰ τὸν ἐξισλαμίσει καὶ νὰ τὸν κάνει γαμπρό του καὶ κληρονόμο του. Γι’ αὐτὸ καὶ χρησιμοποίησε πολλὰ δόλια μέσα. Ἀλλὰ ὁ Θεόδωρος ἀπέρριψε ὅλες τὶς προτάσεις του. Τότε ὁ Τοῦρκος τὸν συκοφάντησε στὸν κριτὴ τῆς πόλης, ὅτι δῆθεν ὁ Θεόδωρος – μετὰ ἀπὸ μία ἀρρώστια του – εἶπε ὅτι θὰ γίνει μωαμεθανός, ἂν γίνει ὑγιής.
Ὁ Κριτὴς ρώτησε τὸν Θεόδωρο ἂν ἀληθεύουν ὅλα αὐτά. Τότε ὁ μάρτυρας ἀπάντησε: «Ἐγὼ εἶμαι χριστιανὸς ἀπ' τοὺς γονεῖς μου καὶ χριστιανὸς θέλω νὰ πεθάνω. Τὸν Ἰησοῦ μου δὲν ἀρνοῦμαι καὶ τὴ μιαρὴ θρησκεία σας ἀπεχθάνομαι». Ἀμέσως τότε τὸν ἅρπαξαν καὶ ὑπέστη πολλὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια.
Τελικὰ στὶς 2 Αὐγούστου 1690, στὶς 3.00 μ.μ. τὸν ἀποκεφάλισαν. Τὸ 1922 ἡ τίμια κάρα τοῦ Ἁγίου, μεταφέρθηκε στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ὅσιας Ξένης στὴ Νίκαια Πειραιῶς.





Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός καὶ θαυματουργὸς ἐν Μόσχᾳ (Ρῶσος)

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.





Ἡ Ὁσία Φωτεινὴ ἡ Φώτου ἡ Κυπρία

Ἐκεῖνο ποὺ πραγματικὰ ἀναδεικνύει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἐξυψώνει καὶ σὲ τούτη τὴ ζωὴ μὰ καὶ στὴν αἰωνιότητα, δὲν εἶναι ἡ ὑψηλὴ καταγωγή, οὔτε τὰ γράμματα, οὔτε τὰ πλούτη, ἀλλὰ ἡ πίστη ἡ χριστιανικὴ κι ἡ ἀρετή.
Ἀπόδειξη τρανή τῆς ἀλήθειας αὐτῆς εἶναι καὶ ἡ Ἁγία Φωτεινὴ ἡ Κυπρία, ἡ γνωστὴ σὲ ὅλο τὸ νησὶ μὲ τὸ ὄνομα Ἁγία Φώτου ἡ θαυματουργός.
Πότε ἔζησε ἀκριβῶς ἡ Ὁσία καὶ ποιὰ ἦταν ἡ καταγωγή της, δὲν γνωρίζουμε.
Ἡ παράδοσή μας λέει πὼς γεννήθηκε στὸ Ριζοκάρπασο ἀπὸ ἁπλοϊκούς, ἀλλὰ εὐλαβεῖς γονεῖς. Ἀπὸ μικροῦλα ἡ Φωτοὺ ξεχώριζε ἀπὸ τὶς συνομήλικές της γιὰ τὴν καλοσύνη της, τὸ φέρσιμό της, τὴν προθυμία της νὰ ἐξυπηρετήσει τοὺς ἄλλους, τὴν ἀρετή της. Τὰ μεγάλα της φωτεινὰ μάτια καθρέφτιζαν τὸν πλοῦτο τῆς καρδιᾶς της καὶ σκόρπιζαν παντοῦ τὴν ἐμπιστοσύνη, τὴν χαρά. Στὸ σχολεῖο τοῦ χωρίου της ἔμαθε ἡ Φωτοὺ τὰ πρῶτα γράμματα. Σὰν ἔμαθε νὰ διαβάζει πῆρε κι ἄρχισε νὰ ἀποστηθίζει διάφορους ψαλμοὺς καὶ ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας. Κάθε Κυριακὴ καὶ γιορτὴ σὰν ἄκουγε τὸ σήμαντρο νὰ χτυπᾷ ἡ ἁγνὴ ψυχὴ της σκιρτοῦσε ἀπὸ χαρὰ κι ἔσπευδε πρώτη αὐτὴ μαζὶ μὲ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς της νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία! Ἐκεῖ, ἀκίνητη σὰν κολῶνα δωρικὴ παρακολουθοῦσε μ’ εὐλάβεια καὶ προσοχὴ τὶς διάφορες τελετὲς καὶ τὴ Θεία καὶ Ἱερὴ μυσταγωγία. Καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ μὲ τὴν καρδιά της.
Πόση εὐλογημένη στ’ ἀλήθεια εἶναι ἡ οἰκογένεια, ὅταν μέσα σ’ αὐτὴν κατοικεῖ ὁ Χριστὸς καὶ ὅταν τὸ ἅγιο θέλημά του κατευθύνει καὶ τὶς σκέψεις καὶ τὰ λόγια καὶ τὶς πράξεις τῶν μελῶν της!
Τέτοια εὐτυχισμένη κι εὐλογημένη οἰκογένεια ἦταν ἡ οἰκογένεια τῆς Φωτούς. Μὲ τὴν ὁμόνοια, τὴν ἀγάπη, τὴν ἀνοχή, τὴν εἰρήνη περνοῦσε κάθε μέρα ἡ ζωή. Κι ὅταν ἔπεφτε τὸ δειλινὸ καὶ τὸ σούρουπο ἄρχιζε ν’ ἁπλώνεται στὴ γῆ, γονεῖς καὶ κοροῦλα μαζευόντουσαν σὲ κάποια γωνιά, καὶ ἀπ' τὴν καρδιὰ ἀνέπεμπαν θερμὴ προσευχὴ μπροστὰ στὶς εἰκόνες κάποιων ἁγίων μορφῶν, ποὺ τὸ ἱλαρὸ φῶς ἐνὸς καντηλιοῦ φώτιζε ἀπαλά.
Σὰν διάβηκαν τὰ παιδικὰ χρόνια κι ἡ Φωτοὺ μπῆκε στὴν ἐφηβεία ἡ μανοῦλα της δειλὰ – δειλὰ ἄρχισε στὴν κοροῦλα της νὰ μιλᾷ γιὰ γάμο καὶ οἰκογένεια. Ἡ ἁγνὴ παρθένα στὴν ἀρχὴ κοκκίνιζε καὶ δὲν ἔβγαζε μιλιά. Κάποια μέρα ὅμως τόλμησε νὰ μιλήσει κι εἶπε λίγα λόγια καὶ ἁπλά.
- Μανοῦλα! Γιατί μου μιλᾷς γιὰ γάμο; Ἐγὼ ἔχω ἤδη βρεῖ τὸν καλό μου. Ὅμοιός του δὲν εἶναι ἄλλος στὸν κόσμο κανείς...
Ἡ καλὴ μάνα τρόμαξε. Ἡ καρδιὰ της πῆγε νὰ σπάσει. Γιὰ μία στιγμὴ νόμισε πὼς ἡ κόρη της μὲ κάποιο εἶχε συνδεθεῖ κι ἑτοιμάστηκε νὰ τὴ μαλώσει. Κι ἡ κόρη ποὺ κατάλαβε τοὺς φόβους της ἔσπευσε νὰ ἐξηγήσει.
- Μανοῦλα! Μὴ φοβᾶσαι. Ἡ κόρη σας δὲν πρόκειται ποτὲς νὰ σᾶς ντροπιάσει. Προσεύχου μονάχα νὰ μὲ κρατάει ὁ Θεὸς στὸν δρόμο του. Ὁ καλός μου δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Χριστό μου, τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή μου...
Ἡ καλὴ μάνα στὰ λόγια τοῦτα δὲν θέλησε ν’ ἀπαντήσει.
«Ἔλα, τῆς εἶπε. Ὁ πατέρας περιμένει στὸ διπλανὸ χωράφι. Πάω νὰ τὸν βοηθήσω. Σὺ κάτσε στὸ σπίτι καὶ κοίταξε τὴν δουλειά σου».
Καὶ βγῆκε.
Ὅμως τῆς Φωτεινῆς τὰ λόγια τὴν εἶχαν κυριολεκτικὰ συνταράξει:
«Ἐγὼ βρῆκα τὸν καλό μου. Δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Χριστό μου, τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή μου».
Μιὰ νύχτα ἡ μητέρα τῆς ξύπνησε. Ἄδικα πάσχισε νὰ ξανακοιμηθεῖ. Χάθηκε ὁ ὕπνος της. Γι’ αὐτὸ σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸ διπλανὸ δωμάτιο, ποὺ ἔμενε ἡ κόρη της κάτι νὰ πάρει. Τί εἶδε ὅμως ἐκεῖ; Ἀλοίμονο! Τὸ στρῶμα ἀδειανὸ κι ἀνέγγιχτο. Ἔλειπε ἡ Φωτού.
Ἡ καημένη ἡ μάνα τρομαγμένη ἔτρεξε καὶ ξύπνησε τὸν σύζυγό της. Καὶ μαζί του ἄρχισε νὰ ψάχνει στὸ σπίτι, στὸν δρόμο κι ἔξω ἀπ’ τὸ χωριὸ γιὰ νὰ βροῦν τὴν κοροῦλα τους. Τὰ χαράματα ἐκεῖ ποὺ μὲ τὰ μάτια ὁλοκόκκινα ἀπ’ τὸ κλάμα καὶ τὴν καρδιὰ σπασμένη ἀπ' τὸν φόβο γύριζαν στὸ σπίτι, κάτι βλέπουν. Τί; Τὴν κοροῦλα τους! Τὴ Φωτοὺ νὰ γυρίζει μονάχη!
- Κόρη μας! εἶπαν κι οἱ δυὸ μ’ ἕνα στόμα. Κόρη μας ἀγαπημένη! Ποῦ ἤσουνα; Ποῦ πέρασες τὴ νύχτα;
Κι ἡ κόρη μὲ γλυκύτητα καὶ στενοχώρια γιὰ τὴν ἀνησυχία καὶ τὸν φόβο ποὺ τοὺς πότισε, ἀπήντησε:
- Γονεῖς μου ἀγαπημένοι! Συγχωρέστε με πού σᾶς στενοχώρησα. Δὲν τὸ ἤθελα. Δὲν ἤμουνα σὲ κανένα κακὸ τόπο. Ἤμουνα στὸ ἀσκητήριό μου. Πῆγα ἐκεῖ ἀπὸ νωρὶς γιὰ ἀγρυπνία καὶ προσευχή. Μέρες τώρα κάθε βράδυ πηγαίνω ἐκεῖ καὶ μένω μὲ τὸν Νυμφίο μου Χριστό. Μένω καὶ προσεύχομαι γιὰ σᾶς, γιὰ τοὺς δικούς μας, τὴν πατρίδα μας, γιὰ μένα. Συνήθως ἐπιστρέφω πολὺ πρωί, ὅταν ἀκόμη κοιμᾶστε. Σήμερα ὅμως παρασύρθηκα στὴν προσευχὴ καὶ ξεχάστηκα. Ἔτσι ἄργησα. Συγχωρέστε με, εἶπε ξανά, πού σᾶς λύπησα καὶ σᾶς ἔκαμα ν’ ἀνησυχήσετε...
Καὶ τὰ μάτια της γιόμισαν δάκρυα.
Ἡ εἰλικρίνεια, ἡ ἀθῳότητα τῆς μορφῆς της, τὰ μάτια της τὰ δακρυσμένα καθησύχασαν τοὺς καλοὺς γονεῖς, ποὺ δὲν τόλμησαν νὰ τὴν μαλώσουν περισσότερο, οὔτε καὶ σκέφτηκαν νὰ τὴν περιορίσουν καὶ νὰ τῆς ἀνακόψουν τὴν ἱερὴ ἀπόφασή της νὰ ζήσει γιὰ τὸν Χριστό.
Τὴν ἄλλη μέρα οἱ γονεῖς τῆς Φωτούλας συνόδεψαν τὴν κόρη τους στὸ ἀσκητήριό της. Ἦταν μία σπηλιὰ ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, μὲ λίγο φῶς, ἀλλὰ καθαρή. Σ' αὐτὴν ἡ Ἁγία κάποια μέρα μὲ τὶς εὐχὲς τῶν γονιῶν της, κι ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τὶς φίλες της, κατέφυγε νὰ ζήσει, ὅπως ποθοῦσε τὴν ζωή της. Σὲ λίγο καιρὸ ὅμως τὸ ταπεινὸ καὶ φτωχικὸ κατάλυμά της ἔγινε τόπος πολυσύχναστος, τόπος ἐπισκέψεων καὶ προσκυνήματος, τόπος καταφυγῆς καὶ παρηγοριᾶς, μὰ καὶ διδασκαλίας καὶ καθοδηγήσεως τῶν κατοίκων ὅλων τῶν γύρω χωριῶν.
Στὸ σπήλαιο αὐτὸ ἡ ἁγνὴ καὶ ἡ ἡρωικὴ κόρη πέρασε ὅλη της τὴ ζωή. Μιὰ ζωὴ ἐγκαρτέρησης καὶ προσευχῆς, ζωὴ ἐγκράτειας καὶ ἀφιέρωσης ὁλοκληρωτικῆς στὸν Οὐράνιο Νυμφίο Χριστό.
Εἴπαμε τὴ ζωὴ αὐτὴ ἡρωική. Κι εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡρωική. Γιατί ὁ βίος τοῦ πιστοῦ, μέσα στὴ μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ «εἴτε διὰ ζωῆς εἴτε διὰ θανάτου», εἶναι μία πορεία ἔνδοξη πρὸς αἰώνιο τέρμα. Εἶναι ἀνάγκη ὁ πιστὸς κάθε ἥμερα νὰ δίνει τὴ μαρτυρία τῆς πίστεώς του. Ἕνας ἀγῶνας εἶναι τοῦτος καὶ μία μάχη γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς τελειότητας. Τὸ τέλος δὲν εἶναι πάντα εἰρηνικὸ καὶ ἀνώδυνο. ὁ σκοπὸς ὅμως εἶναι πάντα ὁ ἴδιος, ἡ σωτηρία, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Καὶ τὸ μέσο καὶ κεῖνο εἶναι ἕνα, ἡ προσφορὰ τοῦ ἐαυτοῦ μας ὁλόκληρου σὲ μία θυσία ζωντανὴ κι εὐπρόσδεκτη στὸν Κύριο, «εἴτε διὰ ζωῆς εἴτε διὰ θανάτου». Ἐπισκόπου Διονυσίου Ψαριανοῦ, Μαρτυρία Ἰησοῦ Χρίστου, σελ. 252. Μὲ αἷμα καὶ μὲ δάκρυ «μεγαλυνθήσεται ἐν ἡμῖν ὁ Χριστός».
Ναί! μεγαλυνθήσεται ἐν ἡμῖν ὁ Χριστός. Αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ τὴν ἁγνὴ κόρη, τὴν Φωτού. Ἐδῶ ζωντανὴ τὴν δόξασε ὁ Κύριος.
Θαύματα πολλά, πολλὰ θαύματα ἔκαμε ἡ Ἁγία σὲ πονεμένους καὶ δυστυχισμένους, ὅταν ἀκόμη βρισκόταν στὴ ζωή. Ἐδῶ καὶ πεθαμένη τὴν τίμησε. Τὸ ἅγιο λείψανό της ποὺ τάφηκε κι εὑρέθηκε στὴ σπηλιὰ γύρω στὰ 1718 – 1732 μὲ τὴ σκαλιστὴ ἐπιγραφὴ ἀπὸ πάνω «Φωτεινὴ Παρθένος Νύμφη Χριστοῦ», ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ προσφέρει τὴ θεραπεία στοὺς ἀρρώστους, στοὺς τυφλοὺς τὸ φῶς, στοὺς πονεμένους τὸ ψυχικὸ ξεκούρασμα καὶ τὴ χαρά.
Τὸ ἀσκητήριο τῆς ἁγίας Φωτεινῆς ὑπάρχει καὶ σήμερα.
Βρίσκεται στὸ χωριὸ Ἅγιος Ἀνδρόνικος.
Σ’ αὐτὸ μπαίνει ἕνας ἀπὸ μία στενὴ εἴσοδο καὶ καταβαίνει ἀπὸ μία σκάλα φτιαγμένη ἀπὸ ἐγχώριες πέτρες καὶ ποὺ ἔχει 23 σκαλοπάτια. Τὸ σπήλαιο μοιάζει μὲ κατακόμβη, σὰν κι ἐκεῖνες ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Στὸ βάθος τοῦ σπηλαίου εἶναι τὸ ἁγίασμα. Ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ παίρνουν οἱ ἄρρωστοι καὶ πλένουν τὰ ἀρρωστημένα μέλη τους γιὰ νὰ θεραπευτοῦν.
Ἰδιαίτερα ἡ Ἁγία πιστεύεται, πὼς θεραπεύει τὰ ὀφθαλμικὰ νοσήματα.
Στὰ μαῦρα χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς τὸ σπήλαιο τῆς Ὁσίας χρησιμοποιήθηκε καὶ ὡς ναός. Μέσα σ' αὐτὸν λιγογράμματοι, μὰ πιστοὶ ἱερεῖς θέριεψαν τὴν ἀποσταμένη ἐλπίδα μὲ τὰ ἁπλά, ἀλλὰ καὶ μαγικὰ λόγια τοῦ ποιητῆ:
Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη
κι ἡ λευτεριὰ σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρει.
Ἡ Ἁγία Φωτεινὴ εἶναι πολὺ σεβαστῆ στὴν Κύπρο. Σεβαστῆ γιὰ τὰ θαύματά της τὰ πολλά, ποὺ πετυχαίνουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μ’ εὐλάβεια καὶ πίστη καταφεύγουν στὸ ναό της. Ὑπάρχει ἐπίσης παράδοση ποὺ λέει, πὼς στὸ Ριζοκάρπασο ὑπάρχουν καὶ σήμερα συγγενεῖς ἀπὸ τὴ γενιά της.
Τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς της χιλιάδες πιστῶν ἀπ’ ὅλη τὴν Καρπασία κι ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς Κύπρου πηγαίνουν στὸν Ἅγιο Ἀνδρόνικο ποὺ εἶναι τὸ ἀσκητήριό της γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν Ἁγία καὶ νὰ παρακολουθήσουν μὲ προσοχὴ τὴ θεία Μυσταγωγία.
Τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἂς πᾶμε νοερὰ ὡς ἐκεῖ, μιὰ κι οἱ ὀρδὲς τοῦ Ἀττίλα δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ πᾶμε τώρα καὶ σωματικά, κι ἀφοῦ γονατίσουμε μπροστὰ στὸν τάφο ποὺ ἔκλεισε τὸ ἅγιο σκήνωμά της, ἂς ποῦμε εὐλαβικά:
Ὁσία Φωτεινὴ πανένδοξε,
τᾶς οὐρανίους μονάς, ἐπαξίως οἰκήσασα,
σὺν παρθένων τάγμασι, καὶ ὁσίων στρατεύμασι,
τοὺς ἐκτελοῦντας πίστει τὴν μνήμην σου,
καὶ προσιόντας πιστῶς τὴ σκέπη σου,
σῷζε πρεσβείαις σου,
καὶ πταισμάτων ἄφεσιν παρὰ Θεοῦ,
αἴτησαι καὶ λύτρωσιν, καὶ μέγα ἔλεος.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’.
Καρηασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, καὶ τῶν ἀσθενούντων ἡ ῥῶσις, τῶν πεπηρωμένων ἀνάβλεψις, τῶν πρὸς σὲ πιστῶς προστρεχόντων ἐν τῷ θείῳ ναῷ σου, πανένδοξε, τὰς ἰάσεις παράσχου τοῖς δούλοις σου πάντοτε, ἵνα εὐχαρίστως κράζωμεν· Φωτεινὴ Ὁσία νύμφη Χριστοῦ καλλιπάρθενε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Μέγας Συναξαριστής

Η ΛΥΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΕΙΩΝ ΜΑΣ.

Γράφεια ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος στούς Θεσσαλονικεῖς (Α΄ Θεσσ. 4, 13) : «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα».


«Δέν θέλουμε ἀδελφοί μου νά ἀγνοεῖτε τά σχετικά, (ὄχι μέ τούς νεκρούς, ἀλλά) μέ τούς κεκοιμημένους (ἀφοῦ γιά τόν Χριστιανό ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος καί ὄχι ἀφανισμός), γιά νά μήν λυπᾶσθε ὅπως καί οἱ μή Χριστιανοί πού δέν ἔχουν ἐλπίδα αἰώνιας ζωῆς κοντά στόν Χριστό». Τούς παρηγορεῖ ἔτσι τήν λύπη, τήν ἀθυμία κάνοντας τους λόγο, εἰδικά μάλιστα τώρα, πού βρίσκονται σέ τόσο μεγάλη θλίψη, γιά τήν Ἀνάσταση. Τούς ὁμιλεῖ ἥμερα, ὄχι ἐπιτιμητικά. Ἀντίθετα, εἶχε ὁμιλήσει ἐπιτιμητικά γιά τό ἴδιο θέμα στούς Κορινθίους(Α΄ Κορ. κεφ.15). Τούς ὁμιλεῖ ἔτσι, σεβόμενος τήν ἐξαιρετική ἀρετή, πού φανέρωσαν μέχρι τώρα. «Δέν πρέπει τούς λέγει νά λυπᾶσθε ὅπως οἱ ὑπόλοιποι, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἐλπίδα.



-Οἱ εἰδωλολάτρες πῶς λυποῦνταν;


-Κατακόπτονταν γιά τούς πεθαμένους.Ἄρα», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «τό νά κατακόπτεται, τό νά ὀδύρεται κανείς γιαυτούς πού κοιμήθηκαν, εἶναι σημεῖο καί διακριτικό τῶν ἀνθρώπων, πού δέν ἔχουν ἐλπίδα· καί εἶναι βέβαια φυσικό αὐτό. Διότι μία ψυχή, πού δέν γνωρίζει τίποτε γιά τήν Ἀνάσταση, ἀλλά θεωρεῖ αὐτόν τόν θάνατο σάν πραγματικό θάνατο, δικαιολογημένα θρηνεῖ καί ὀδύρεται καί ἀφόρητα πενθεῖ γιαυτούς πού ἔχουν χαθεῖ. Ἐσύ ὅμως, πού προσδοκᾶς Ἀνάσταση νεκρῶν, γιατί ὀδύρεσαι; Ἄς ἀκούσουν αὐτά, (λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος), οἱ γυναῖκες αὐτές, πού ἀγαποῦν τούς θρήνους· αὐτές, πού συμπεριφέρονται σάν εἰδωλολάτρισσες καί φέρονται ἀβάστακτα, ἀκαρτέρητα, ἀνυπομόνητα ἀπέναντι στά πένθη».



Δίδαγμα: «Εἶναι ἀνεπίτρεπτο γιά Χριστιανό νά κόπτεται καί νά θρηνεῖ ὑπερβολικά καί ἀπαρηγόρητα γιά τόν θάνατο τῶν οἰκείων του. Φανερώνει ὅτι δέν πιστεύει στήν Ἀνάσταση, ὅτι τά πρόσωπα, πού θεωρεῖ ὅτι «ἔχασε», τά εἶχε κάνει εἴδωλα... Δείχνει ὅτι τά ἀγαποῦσε ἐμπαθῶς περισσότερο ἀπό τόν Θεό, στόν Ὁποῖο ὀφείλουμε τήν πρώτη μας καί τήν ὁλοκληρωτική ἀγάπη σύμφωνα μέ τήν α΄ ἐντολή. Πρότυπο εἶναι ὁ Κύριος ὁ Ὁποῖος, μόλις μέχρι «δακρύου στάξαντος», ἐλυπήθη γιά τόν φίλο του Λάζαρο.


«Τό νά ξύνεις τίς παρειές (ἐρωτᾶ πάλι ὁ ἱερός Πατήρ), καί νά κατακόπτεσαι ὅπως καί τό νά λυπᾶσαι ὑπερβολικά, δέν εἶναι γνώρισμα τῶν εἰδωλολατρῶν; Γιατί θρηνεῖς ἀφοῦ πιστεύεις ὅτι θά ἀναστηθεῖ, ὅτι δέν χάθηκε, ὅτι ὕπνος καί κοίμηση εἶναι τό πρᾶγμα αὐτό;»


-«Εἶναι», λέγει ἡ πενθοῦσα γυναίκα, «ζήτημα συνήθειας καί προστασίας καί φροντίδας τῶν πραγμάτων καί κάθε ἄλλης ἐξυπηρέτησης- περιποίησεως (πού ἀπολάμβανα, ἐνν., ἀπό τό πρόσωπο πού ἔχασα)». Ὅμως δέν λέγει ἀλήθεια...Τό ἀποδεικνύει στή συνέχεια ὁ ἱερός Πατήρ: δέν εἶναι θέμα ὅτι εἶχε συνηθίσει τό ἀγαπημένο καί τώρα κοιμηθέν πρόσωπο ἀλλά εἶνα ὅτι ὀλιγοπιστεῖ, γιαυτό καί κυριεύεται ἀπό τήν λύπη...


–«Ὅταν χάσεις τό παιδί σου σέ μικρή ἡλικία», ἐρωτᾶ ὁ ἱερός Πατήρ, «ὅταν δέν μποροῦσε ἀκόμη τίποτε νά κάνει, γιά ποιό λόγο θρηνεῖς; τί ἐπιζητεῖς;»


-«Ἔδειχνε, λέει ἀγαθές ἐλπίδες καί ἐπερίμενα ὅτι θά μοῦ συμπαρασταθεῖ. Γιαυτό ζητῶ τόν ἄνδρα μου, γιαυτό τόν υἱό μου· γιατί ἔμεινα χωρίς βοήθεια καί ἔχω χάσει τόν προστάτη μου, τόν σύντροφο, ἐκεῖνον πού συμμετεῖχε σέ ὅλα, πού μοῦ ἔδινε θάρρος· γιαυτά πενθῶ. Γνωρίζω ὅτι θά ἀναστηθεῖ, ἀλλά δέν ἀντέχω τόν ἐνδιάμεσο χωρισμό. Πάρα πολλές ὑποθέσεις συρρέουν· εἶμαι εὔκολο θύμα σ' αὐτούς, πού θέλουν νά μέ ἀδικήσουν. Οἱ ὑπηρέτες ἐνῶ προηγουμένως μέ φοβόντουσαν τώρα μέ καταφρονοῦν, ἐπεμβαίνουν στίς ὑποθέσεις μου. Ὅποιος εἶχε εὐεργετηθεῖ τώρα ἔχει ξεχάσει τήν εὐεργεσία του, ὅποιος εἶχε πάθει κακό ἀπό τόν κεκοιμημένο, αὐτός μνησικακώντας ἀφήνει τήν ὀργή του νά ξεσπάσει ἐπάνω μου. Ὅλα αὐτά δέν μοῦ ἐπιτρέπουν νά ὑπομείνω μέ ἡρεμία τήν χηρεία...Γιαυτά τά πράγματα κόπτομαι, γιαυτά θρηνῶ».


-«Πῶς λοιπόν αὐτές θά τίς παρηγορήσουμε;» ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.


-«Πρῶτα θά τίς ἐλέγξουμε, διότι (στήν πραγματικότητα) δέν θρηνοῦν ἐξ αἰτίας αὐτῶν, τῶν ἀνωτέρω λόγων, ἀλλ' ἐξ αἰτίας ἑνός ἄλογου πάθους. Διότι ἐάν πράγματι πενθεῖς γιαυτά, (λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος στήν χήρα γυναίκα πού γογγύζει) θά ἔπρεπε πάντοτε νά πενθεῖς τόν ἀπελθόντα. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν προλαβαίνει νά περάσει ἕνας χρόνος καί τόν ξεχνᾶς σάν νά μήν συνέβη τίποτε. Ἑπομένως δέν θρηνεῖς τόν ἀπελθόντα, γιά τήν ἔλλειψη τῆς προστασίας του... Ἀλλά μήπως δέν ἀντέχεις τόν χωρισμό καί τήν διακοπή τῆς συνήθειας; Τότε, σ'αὐτήν τήν περίπτωση, τί θά μποροῦσαν νά ποῦν αὐτές πού ἔκαναν δεύτερο γάμο; ...Ἀλλά ἄς τίς ἀφήσουμε αὐτές καί ἄς ἀπευθύνουμε τό λόγο σ' αὐτές πού διατηροῦν τήν συμπάθειά τους στούς ἀπελθόντας. Γιατί πενθεῖς τό παιδί; γιατί τόν ἄνδρα;»


-«Τό παιδί τό πενθῶ διότι δέν τό χάρηκα», ἀπαντᾶ, «καί τόν ἄνδρα μου ἐπειδή ἐπερίμενα νά τόν χαρῶ ἀκόμη περισσότερο».


-«Αὐτό ὅμως πόση ἀπιστία δέν μαρτυρεῖ..., τό νά νομίζεις δηλ., ὅτι ὁ ἄνδρας ἤ τό παιδί σέ ἀσφαλίζει καί ὄχι ὁ Θεός; Πῶς δέν καταταλαβαίνεις ὅτι Τόν παροργίζεις; Γιαυτό πολλές φορές τούς παίρνει (ὁ Θεός), γιά νά μήν εἶσαι τόσο δεμένη μ' αὐτούς· γιά νά ἀπομακρύνει τήν ἐλπίδα σου ἀπ' αὐτούς. Διότι ὁ Θεός εἶναι ζηλότυπος καί θέλει νά ἀγαπᾶται ἀπό ὅλους μας· διότι πάρα πολύ μᾶς ἀγαπᾶ. Γνωρίζετε, βέβαια, ὅτι αὐτό εἶναι ἡ συνήθεια καί τό γνώρισμα ἐκείνων, πού ἀγαποῦν πάρα πολύ: εἶναι ὑπερβολικά ζηλότυποι καί θά προτιμοῦσαν νά χάσουν τή ζωή τους, παρά νά παραμερισθοῦν ἀπό κάποιον ἀντεραστή. Γιαυτό καί ὁ Θεός τόν πῆρε...γιαυτούς τούς λόγους». Συνεχίζει δέ ὁ ἱερός Πατήρ:


«-Πές μου, γιατί στά ἀρχαῖα χρόνια δέν συνέβαιναν χηρεῖες καί ὀρφανεύματα πρόωρα; Γιατί ἄφησε τόν Ἀβραάμ καί τόν Ἰσαάκ νά ζήσουν πολλά χρόνια;( Ὁ Ἀβραάμ ἔζησε 175 χρόνια (Γεν. 25, 7) καί ὁ Ἰσαάκ 180 (Γεν. 35, 28). Ἡ Σάρρα ἔζησε 127 χρόνια (Γεν. 23, 1))Διότι καί ὅταν ἐζοῦσε ,προτιμοῦσε τόν Θεό (ἀπό τήν γυναίκα του καί τό παιδί του). Εἶπε λοιπόν (ὁ Θεός): θυσίασε· καί θυσίασε τότε (παρ' ὀλίγον) τόν υἱό του.


-Γιατί ἔφερε, πάλι, τή Σάρα σέ τόσο βαθειά γηρατειά;


-Διότι καί ὅταν (ἐκείνη) ἐζοῦσε, περισσότερο ἄκουε τόν Θεό, παρά τόν ἑαυτό της... Τότε κανείς δέν παρόργιζε τόν Θεό, ἐπειδή δέν Τόν προτιμοῦσε, περισσότερο ἀπό τόν σύζυγο, τή σύζυγο ἤ τό παιδί του. Τώρα, ὅμως, ἐπειδή γίναμε χαμερπεῖς καί ἔχουμε πάρα πολύ ξεπέσει, οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶμε τίς γυναῖκες περισσότερο ἀπό τόν Θεό· καί οἱ γυναῖκες ἐπίσης προτιμοῦν τούς ἄνδρες περισσότερο ἀπό τόν Θεό. Διά τοῦτο, καί χωρίς νά τό θέλουμε, μᾶς τραβᾶ κοντά Του γιά νά Τόν ποθήσουμε (χωρίζοντάς μας ἀπό τά πρόσωπα πού τά ἔχουμε βάλει στή θέση Του, δηλ. τά ἔχουμε κάνει εἴδωλα-Θεούς καί τά «λατρεύουμε»· ἔχουμε γίνει ἔτσι εἰδωλολάτρες, λατρεύοντες τά κτίσματα παρά τόν Κτίστη). Μήν ἀγαπᾶς τόν ἄνδρα περισσότερο ἀπό τόν Θεό καί δέν θά αἰσθανθεῖς ποτέ τή χηρεία. Ἀκόμη καί ἄν συμβεῖ, δέν θά τήν ἀντιληφθεῖς.Γιατί;


-Διότι ἔχεις προστάτη Ἐκεῖνον πού σέ ἀγαπᾶ πολύ περισσότερο καί ὁ Ὁποῖος εἶναι Ἀθάνατος. Ἐάν ἀληθινά ἀγαπᾶς περισσότερο τόν Ἀθάνατο, μήν πενθεῖς. Διότι Αὐτός ἐπειδή εἶναι Ἀθάνατος δέν ἐπιτρέπει νά λάβεις αἴσθηση τῆς ἔλλειψης ἐκείνου πού ἀγαπᾶς λιγότερο (π.χ. τοῦ ἀνδρός σου ἤ τοῦ παιδιοῦ σου). Μ' ἕνα παράδειγμα θά στό κάνω φανερό αὐτό πού λέγω (συμπληρώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος).


-Πές μου, ἐάν ἔχεις ἕναν ἄνδρα, πού ἐνεργεῖ σέ ὅλα σύμφωνα μέ τήν γνώμη σου, πού προοδεύει καί σέ κάνει σέ ὅλα λαμπρή καί σπουδαία· πού σέ ὅλους ἔχει καλή φήμη καί εἶναι συνετός, σοφός, πού σέ ἀγαπᾶ καί μακαρίζεσαι γιαυτό... Καί μετά ἀπό αὐτά γεννήσεις παιδί, τό ὁποῖο προτοῦ ἐνηλικιωθεῖ πεθάνει, ἄραγε θά τό αἰσθανθῆς αὐτό τό πένθος;


-Καθόλου, γιατί ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶς πιό πολύ(δηλ. ὁ ἄνδρας σου) τό ἀποκρύπτει (σέ κάνει νά τό ξεπεράσεις μέσα σου). Ἔτσι καί τώρα ἄν ἀγαπᾶς πιό πολύ τόν Θεό ἀπό τόν ἄνδρα, δέν θά πάρει αὐτόν πολύ γρήγορα. Ἀλλά καί ἄν τόν πάρει δέν θά ἀντιληφθεῖς καθόλου τό πένθος. Γιαυτό καί ὁ μακάριος Ἰώβ καθόλου δέν ὑπέφερε ὅταν ἔμαθε ὅτι τά παιδιά του πέθαναν διά μιᾶς, ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν Θεό περισσότερο ἀπό αὐτά.. Ἀφοῦ λοιπόν ἦταν ζωντανός Ἐκεῖνος πού ἀγαποῦσε, καθόλου δέν ἐπρόκειτο νά τόν λυπήσουν ἐκεῖνα (μέ τήν ἀπουσία τους). Συνεχίζει δέ ὁ ἱερός Πατήρ ἀπαντώντας στόν ἰσχυρισμό ὅτι ἔμεινε ἡ χήρα χωρίς προστάτη:


-Τί λέγεις γυναίκα; ὁ ἄνδρας καί τό παιδί σέ προστάτευαν καί ὁ Θεός δέν σέ εὐσπλαχνίζεται; Ἐκεῖνον λοιπόν τόν ἴδιο ποιός σοῦ τόν ἔδωσε; ὄχι Αὐτός; Ἐσενα δέ, ποιός σέ ἔπλασε; ὄχι ὁ Ἴδιος; Αὐτός, πού σέ ἐφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη καί σοῦ ἔδωσε ψυχή καί σοῦ ἔβαλε νοῦ καί σέ θεώρησε ἄξια νά σοῦ χαρίσει τήν γνώση Του καί δέν λυπήθηκε γιά χάρη σου τόν Μονογενῆ Του Υἱό, δέν μεριμνᾶ γιά σένα, καί μεριμνᾶ ὁ συνάνθρωπός σου;... Πόση ὀργή δέν ἀξίζουν αὐτά τά λόγια;... Τί παρόμοιο ἔχεις ἀπό τόν ἄνδρα σου; Τίποτε δέν θά μπορέσεις νά πεῖς. Διότι καί ἄν σοῦ ἔκανε (ὁ ἄνδρας σου) κάποια εὐεργεσία (στήν ἔκανε), ἐπειδή καί σύ τόν εὐεργέτησες καί ἐπειδή προϋπῆρξες· στήν περίπτωση ὅμως τοῦ Θεοῦ κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ κάτι τέτοιο». (Δηλ. ὁ Θεός μᾶς εὐεργέτησε ἐνῶ δέν ὑπήρχαμε καί ἐνῶ δέν εἶχε ἀπολαύσει τίποτε ἀπό ἐμᾶς· ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνιδιοτελής, μυστική, τέλεια). «Γιατί, ὁ Θεός» συνεχίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος «συμβαίνει νά μᾶς εὐεργετεῖ, ὄχι ἐπειδή εὐεργετήθηκε ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά ἀπό ἀγαθότητα καί μόνο, εὐεργετεῖ τό ἀνθρώπινο γένος. Σοῦ ὑποσχέθηκε τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τήν αἰώνια ζωή, τή δόξα, τήν ἀδελφοσύνη· σοῦ ἔδωσε τήν υἱοθεσία, σέ ἔκανε συγκληρονόμο τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του. Ἐσύ ὅμως ἐνθυμεῖσαι ἀκόμη τόν ἄνδρα σου, ὕστερα ἀπό τόσα ἀγαθά...


-Τί παρόμοιο σοῦ ἐχάρισε ἐκεῖνος; (ὁ ἄνδρας σου)


- (Ἀντίθετα ὁ Θεός) Ἀνέτειλε τόν ἥλιόν Του, σοῦ ἐχάρισε τίς βροχές Του, σέ τρέφει μέ τίς ἐτήσιες τροφές Του... Ἀλλοίμονό μας γιά τήν τόσο μεγάλη μας ἀχαριστία... Γιαυτό παίρνει τόν ἄνδρα σου, γιά νά μήν τόν ἐπιζητεῖς. Ἐσύ ὅμως ἀφοῦ πεθάνει, ἐξακολουθεῖς νά εἶσαι προσηλωμένη σ' αὐτόν καί ἐγκαταλείπεις τόν Θεό· ἐνῶ ἔπρεπε νά Τόν εὐχαριστεῖς, ἐνῶ ἔπρεπε νά στηρίζεις τά πάντα σ' Αὐτόν...


-Τί λοιπόν εἶναι αὐτό πού ἔχεις ἀπό τόν ἄνδρα; Ὠδίνες καί πόνους καί ἐπιτιμήσεις καί λοιδορίες πολλές φορές, καί βρισιές καί ἀγανακτήσεις. Δέν εἶναι αὐτά πού ἔχετε ἀπό τούς ἄνδρες;».


-«Ὑπάρχουν ὅμως», λέγει ἡ χήρα γυναίκα, «καί ἄλλα καλά».


-«Ποιά εἶναι αὐτά; σέ στόλισε μέ πολυτελῆ ροῦχα; σοῦ φόρεσε χρυσᾶ κοσμήματα στό πρόσωπό σου; σέ ἔκανε σεβαστή σέ ὅλους; Ἀλλ΄ ἐάν θέλεις καί ὅταν πεθάνει(ὁ ἄνδρας σου), Αὐτός (ὁ Θεός δηλ.) θά σέ στολίσει μέ στολίδια πολύ καλύτερα. Διότι ἡ σεμνότητα κάνει ἐκείνην πού τήν ἔχει νά θαυμάζεται πολύ περισσότερο ἀπό ἐκείνην πού ἔχει τά χρυσᾶ κοσμήματα». Ἡ τίμια χηρεία κάνει τήν γυναίκα ἀξιοθαύμαστη μπροστά στούς ἀγγέλους καί φοβερή ἀπέναντι στούς δαίμονες.


-Μά ἐνδιαφέρεσαι καί ἀνησυχεῖς γιά τό ποιός θά θρέψει τά παιδιά σου;


-Ὁ Πατέρας τῶν ὀρφανῶν.


-Γιά πές μου (ἐρωτᾶ πάλι ὁ ἱερός Χρυσόστομος) ποιός σοῦ τά ἔδωκε τά παιδιά; Δέν ἀκοῦς τόν Χριστό πού λέγει στά εὐαγγέλια, «Δέν ἀξίζει ἡ ζωή πιό πολύ ἀπό τήν τροφή καί τό σῶμα ἀπό τό ἔνδυμα (Ματθ. 6, 25);


Βλέπεις (συνεχίζει ὁ ἱερός Πατήρ) ὅτι δέν γίνεται ἀπό συνήθεια ἀλλά ἀπό ἀπιστία ὁ θρῆνος μας; Ἄλλωστε δέν εἶναι καί τά παιδιά λαμπρά ὅταν πεθάνει ὁ πατέρας; Ἀφοῦ ἔχουν τόν Θεό Πατέρα, εἶναι δυνατόν νά μήν εἶναι λαμπρά; Πόσα νά σοῦ δείξω τά ὁποῖα ἔχουν ἀνατραφεῖ ἀπό γυναῖκες χῆρες καί ἔγιναν ἐξαίρετα; Καί πόσα, πού τά ἐπιβλέπουν οἱ πατέρες, καί ἔχουν καταστραφεῖ; Γιατί ἄν τά ἀνατρέφεις ἀπό τήν πρώτη ἡλικία ὅπως πρέπει, θά ἀπολαύσουν εὐεργεσία πολύ πιό μεγάλη ἀπό τήν πατρική προστασία. Αὐτό ἄλλωστε εἶναι τό ἔργο τῶν χηρῶν, δηλ. τό ἀνατρέφουν τά παιδιά. Ἄκουσε τόν ἀπ. Παῦλο πού λέγει: «Εἰ ἐτεκνοτρόφησε»· καί πάλι· «θά σωθεῖ διά τῆς τεκνογονίας» καί ὄχι διά τοῦ ἀνδρός. Μάλιστα «ἐάν ἐπιμείνωσι τῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ καί τῷ ἁγιασμῷ μετά σωφροσύνης» (Α΄ Τιμ. 5, 10· 2, 15). Βάλτε τους μέσα τόν φόβο τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν πρώτη τους ἡλικία, καί αὐτός θά τά διατηρήσει καλύτερα ἀπό κάθε πατέρα. Αὐτός θά εἶναι στερεό τεῖχος. Διότι ὅταν κάθεται μέσα ὁ φύλακας, δέν μᾶς χρειάζεται κανένα ἀπό τά ἔξω τεχνάσματα· ὅταν ὅμως δέν ὑπάρχει ἐκεῖνος, τότε ὅλα τά ἔξω γίνονται στά χαμένα. Αὐτό (δηλ. ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ) θά εἶναι στά παιδιά καί πλοῦτος καί δόξα καί ἔπαινος· αὐτό θά τά κάνει λαμπρά, ὄχι μόνο στή γῆ, ἀλλά καί στούς οὐρανούς. Μή λοιπόν, βλέπεις πρός ἐκεῖνα (τά παιδιά), πού φοροῦν τίς χρυσές ζῶνες, οὔτε ἐκεῖνα (τά παιδιά) , πού μεταφέρονται ἐπάνω σέ ἵππους, οὔτε ἐκεῖνα, πού ἀκτινοβολοῦν μέσα στά παλάτια ἐξ αἰτίας τῶν πατέρων τους, οὔτε ἐκεῖνα πού ἔχουν ἀκολούθους καί παιδαγωγούς. Αὐτά βέβαια ἴσως κάνουν τίς χῆρες νά κόπτωνται γιά τά ὀρφανά τους, μέ τό νά σκέπτωνται ὅτι καί ὁ ἰδικός μου υἱός, ἐάν βέβαια τόν ἐπροστάτευε ὁ πατέρας του, θά ἀπελάμβανε τόση εὐτυχία· τώρα ὅμως εἶναι κατηφής καί χωρίς τιμές καί δέν ἀξίζει τίποτε. Μήν σκέπτεσαι αὐτά...Ἄν κάποιοι εὐδοκιμοῦν στήν γῆ, αὐτό δέν ἀξίζει τίποτε.


Εἶναι δυνατόν, ἄν θέλεις νά στρατεύσεις τόν γιό σου στό οὐράνιο στράτευμα. Ἐκεῖνοι πού κατατάσσονται ἐκεῖ, δέν φέρονται πάνω σέ ἵππους, ἀλλά σέ σύννεφα· δέν βαδίζουν ἐπάνω σέ χῶμα, ἀλλά ἁρπάζονται στόν οὐρανό· δέν ἔχουν δούλους νά προηγοῦνται, ἀλλά αὐτούς τούς ἀγγέλους· δέν παραστέκουν σέ θνητό βασιλέα, ἀλλά στόν ἀθάνατο, στό βασιλέα τῶν βασιλέων καί στόν Κύριο τῶν κυρίων· δέν φοροῦν στή μέση τους ζώνη ἀπό δέρμα, ἀλλά ἐκείνη τήν ἀνέκφραστη δόξα, καί γίνονται πιό λαμπροί ἀπό τούς βασιλεῖς. Κοίταξε τόν οὐρανό καί πρόσεξε πόσο λαμπρότερος εἶναι ἀπό τή στέγη τῶν ἀνακτόρων.


-Ἐάν τό δάπεδο τῶν ἀνακτόρων τοῦ οὐρανοῦ εἶναι σχεδόν τόσο λαμπρότερο ἀπό τά ἀνάκτορα τῆς γῆς, ὥστε συγκρινόμενο αὐτό πρός ἐκεῖνο νά νομίζεται ὅτι εἶναι βοῦρκος... ἐάν κανείς θά καταξιωθεῖ νά ἰδῆ ἀκριβῶς(ὄχι μόνο τό δάπεδο ἀλλά καί ὁλόκληρα) τά ἀνάκτορα, ποιᾶς εὐτυχίας δέν θά εἶναι ἄξιος;.


«Ἡ δέ ὄντως χήρα καί μεμονωμένη ἤλπικεν ἐπί τόν Θεόν».


-Αὐτό σέ ποιές ἔχει λεχθεῖ;


-Σ' ἐκεῖνες πού δέν ἔχουν παιδιά. Αὐτές ἔχουν πιό μεγάλη ἀφορμή νά ἀρέσουν στόν Θεό· διότι ἔχουν ἐλευθερωθεῖ ἀπό ὅλες τίς δεσμεύσεις. Ἐχωρίσθηκες ἀπό τόν ἄνδρα σου, ἀλλά ἑνώθηκες μέ τόν Θεό. Δέν ἔχεις σύντροφο τόν ὁμόδουλο, ἀλλά ἔχεις τόν Κύριό Σου.


-Ὅταν προσεύχεσαι, δέν συνομιλεῖς μέ τόν Θεό; Τί λοιπόν σοῦ λέγει; (ἐρωτᾶ ὁ ἱερός Πατήρ)


-Πολύ πιό κολακευτικά λόγια ἀπό τόν ἄνδρα... Γιατί ὁ ἄνδρας καί ἄν ἀκόμη κολακεύει, δέν σοῦ κάνει μεγάλη τιμή, διότι εἶναι ὁμόδουλός σου. Ὅταν ὅμως ὁ Κύριος κολακεύει τή δούλη, τότε εἶναι μεγάλη ἡ περιποίηση καί ἡ τιμή. -Πῶς λοιπόν μᾶς περιποιεῖται ὁ Θεός;


-«Ἐλᾶτε», λέγει «πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Καί πάλι μέ τό στόμα τοῦ Προφήτου λέγει: «Μή ἐπιλήσεται γυνή τοῦ ἐλεῆσαι τά ἔκγονα τῆς κοιλίας αὐτῆς; εἰ δέ καί ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλ' ἐγώ οὐκ ἐπιλήσομαι, λέγει Κύριος». Πόσης ἀγάπης ἀπόδειξή δέν εἶναι αὐτά τά λόγια;


Καί πάλι: «Ἐπιστράφητε πρός με»· καί μυστικώτερα: «Ἡ καλή μου, ἡ περιστερά μου»· αὐτά τά λέγει σέ κάθε ψυχή πού μοιάζει μέ Αὐτόν.


-Τί εἶναι πιό γλυκό ἀπό αὐτά τά λόγια; Βλέπεις συνομιλία τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους; Ἄς βασιζόμαστε λοιπόν σ' αὐτά... γιαυτά ἄς φροντίζουμε. Τότε, τίποτε τό λυπηρό δέν θά μᾶς συμβεῖ... τότε, θά περάσουμε ὅλο τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας μέ πνευματική χαρά καί ἀγαλλίαση».


Δίδαγμα: «Τά οὐράνια ἀγαθά καί ὄχι τά ἐπίγεια, πρέπει νά ποθοῦν οἱ μητέρες γιά τά παιδιά τους καί γιά τίς ἴδιες. Νά μήν παρασύρονται ἀπό τήν μάταιη δόξα τοῦ κόσμου καί ζητοῦν νά ἀναδειχθοῦν «κοσμικά» τά παιδιά τους. Νά ἐπιζητουν τόν Παράδεισο καί τήν Βασιλεία Του, φυτεύοντας τόν φόβο τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές τῶν παιδιῶν τους. Κληρονομιά νά τούς ἀφήνουν τήν θεοσέβεια καί τίς ἄλλες ἀρετές: τήν ταπείνωση, τήν ὑπακοή, τήν πραότητα, τήν ἀνεξικακία, τήν ἀγάπη, τήν ὑπομονή. Τότε, δέν θά λυποῦνται ἄν τά παιδιά τους, δέν προοδεύουν στά γήινα ἀξιώματα, ἀλλά θά χαίρονται διότι τά παιδιά τους σώζονται καί μαζί μ' αὐτά καί οἱ ἴδιες. «Ἄν οἱ γονεῖς δέν σώσουν τά παιδιά τους (δέν κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά νά τά σώσουν), οὔτε οἱ ἴδιοι θά σωθοῦν» λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὁ θάνατος τοῦ συζύγου δέν εἶναι ἀφορμή λύπης ἀλλά δοξολογίας πρός τόν Θεό· ἡ τίμια χηρεία εἶναι μία πολύ καλή ἀφορμή γιά μία ἐξαγιασμένη, ἀνωτέρου ἐπιπέδου πνευματική ζωή, τόσο γιά τήν χήρα μητέρα ὅσο καί γιά τά τέκνα της, ἐάν ὑπάρχουν. Ὅ,τι δίνει ὁ Θεός εἶναι γιά τό καλό μας (τό αἰώνιο καλό μας) καί μάλιστα εἶναι τό καλλίτερο γιά ἐμᾶς προσωπικά. Ἐάν ἀντιδροῦμε, εἶναι σάν νά λέμε ὅτι «δέν Τά κάνεις καλά Θεέ Μου», ὅτι «Δέν μ' ἀγαπᾶς»· δηλ. σέ τελευταία ἀνάλυση βλασφημοῦμε στήν ἀγαθότητά Του. Ἡ στενοχώρια γιά τόν ἐνδεχόμενο θάνατο τῶν οἰκείων μας φανερώνει ὀλιγοπιστία, ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στήν Θεία Πρόνοια καί στήν Θεία Ἀγάπη. Πρέπει νά λέμε πάντα «δόξα τῷ Θεῷ γιά ὅλα».


Τῼ ΔΕ ΘΕῼ ΔΟΞΑ ΠΑΝΤΟΤΕ ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ, ΑΜΗΝ.
π. Σάββας


Στάρετς Σάββας Ο Παρηγορητής. «Ἀγώνας γιά τή σωτηρία τοῦ πλησίον» Μέρος Δ΄ (Τελευταίο)

Στάρετς Σάββας  Ο Παρηγορητής»  - Διδαχές τοῦ στάρες Σάββα
Μετάφραση ἀπό τήν ρωσική γλῶσσα  π.Ιωάννου Φωτοπούλου  
Ἀποσπάσματα ἀπό τό ἡμερολόγιό του (σελ. 94 -102 )
 
Ἀγώνας γιά τήν σωτηρία τοῦ πλησίον


Γιά ὅλη τήν προσφορά του στό λαό ἔγινε στόχος τόσο τῶν «ἡμετέρων» ὅσο καί τῶν «ἔξω». Ἀλλά οἱ ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου δέν τόν ἔβλαπταν. Ἀκόμη πιό πολύ ἐνδυνάμωναν τόν νοῦ του στήν ἄσκηση τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς.
Ἀκολουθώντας τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, «μαστίγωνε τούς πολεμίους μέ τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, γιατί δέν ὑπάρχει ἰσχυρότερο ὅπλο ἀπό αὐτό στόν οὐρανό καί στή γῆ». Κατά τήν προσευχή του ζητοῦσε ἀπό τό Θεό:
   -Δώρησέ μου, Κύριε, νά εἶμαι ἄγνωστος καί ὑβριζόμενος σέ τοῦτον τόν αἰῶνα.
Ἦταν πάντοτε ἕτοιμος νά ὑπομείνει μέ χαρά κάθε συκοφαντία, κακολογία καί θλίψη. Ἔλεγε ὁ π. Σάββας:
   -Ὅσο κι ἄν εἶναι μαύρη ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ (ἐνν. ἀπό τούς πειρασμούς), πιό μαύρη ἀπό τά ράσα δέν μπορεῖ νά εἶναι!
Ἡ εὑαγγελική ἀγάπη βοηθοῦσε νά τηρεῖται τό φῶς τῆς διακρίσεως καί γι’ αὐτό χαιρόταν σέ ὁποιοδήποτε θλιβερή περίσταση.
Κάποτε τυχαῖα τόν ἔκλειοσαν μιά ὁλόκληρη νύχτα στό σπήλαιο ἀλλά χάρηκε μένοντας ἐκεῖ προσευχόμενος.  Τοῦ ἄρεσε νά ἐπαναλαμβάνει:
  -Ὅσο περισσότερες θλίψεις, τόσο περισσότερη σωτηρία.  Μᾶς κάνουν κάποιοι κακό, ἀλλά ἐμεῖς θά ψάξουμε νά βροῦμε σ’ αὐτούς τό καλό καί νά τούς εὐεργετήσουμε.  Κι ἔτσι μέ τό καλό γρήγορα θά νικήσουμε τό κακό.
Παντοῦ ὁ στάρετς ἔφερνε τήν εἰρήνη καί τήν ἠρεμία.  Σάν ἀληθινός εἰρηνοποιός μέ ὅλες τίς δυνάμεις του προσπαθοῦσε νά φέρει τήν εἰρήνη ἀνάμεσα σ’ ὅσους εἶχαν ἔχθρα μεταξύ τους καί χαιρόταν
εἰλικρινά, ὅταν πετύχαινε νά παύσει τήν ἔχθρα.
  - Δόξα τῷ Θεῷ! Εἰρήνευσαν, ἔλεγε.
Τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα ὁ στάρετς ἦταν ἰδιαίτερα ζωντανός καί εὔθυμος.
«Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ», ἔγραψε μιά πνευματική του θυγατερά, «εἴχαμε τήν εὐτυχία νά βρισκόμαστε κατά τό χρόνο τῆς ἄδειάς μας στό Πσκώφ-Πετσέρσκ τή Μ. Ἑβδομάδα καί τήν Ἑβδομάδα τῆς Διακοαινησίμου. Ὁ π. Σάββας κατά τή Δικαινήσιμο λειτουργοῦσε κάθε μέρα μέ πνευματικη δύναμη μέ τέτοιο φλογερό ἐνθουσιασμό, ὤστε φαινόταν νά ἔχει μιά ἀπεριόριστη χαρά πού γινόταν αἰσθητή ἀπό τόν τόνο τῆς φωνῆς του καί σέ κάθε του κίνηση. Ὡς ἀπάντηση στήν ἁγία χαρά τοῦ στάρετς ὑψωνόταν ἀπό τό βάθος  τῆς καρδιᾶς τῶν πιστῶν ὁ ἐνθουσιασμός τῆς πασχαλινῆς τους χαρᾶς. «Ὅπως στόν Παράδεισο!», ψιθύριζαν οἱ χριστιανοί καί ἔτρεχαν σέ πολλούς δάκρυα κατανύξεως.  Κι ὅταν ὁ μπάτουσκα μέ τό θυμιατό γρήγορα, «ἀγαλλομένῳ ποδί», διέσχιζε τό ναό μέ τόν πασχαλινό χαιρετισμό «Χριστός Ἀνέστη!», τό αἴσθημα εὐλάβειας τῶν πιστῶν ἔφθανε στόν ὕψιστο βαθμό. «Ἀληθῶς Ἀνέστη!», ἀπαντοῦσαν χαρούμενοι οἱ πιστοί.
Νοιώθαμε τέτοια ἀγάπη στίς καρδιές μας, ὥστε ὅλες οἱ κακίες εἶχαν ξεχαστεῖ, ὅλοι ἤθελαν μόνο νά ἀγαποῦν, νά συμπονοῦν καί ἐπιθυμοῦσαν ὅλοι νά εἶναι μέ την Ἀναστάντα Χριστό».

Μᾶς χαροποιοῦσε ὁ μπάτουσκα καί μέ τά πασχαλινά του μηνύματα τά ὁποῖα κάθε χρόνο μοίραζε σ’ ὅσους βρίσκονταν μαζί του στό κοινόβιο τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ἀλλά καί σέ ἄλλα πνευματικά του τέκνα πού τά ἔστειλνε μέ μορφή ἐπιστολῆς.  Φρόντιζε ὥστε ὅλοι νά παρηγορηθοῦν καί γι’ αὐτό ρωτοῦσε τά πνευματικά του τέκνα που ἔκαμαν χρέη γραμματέως.
  -Δέ μοῦ λέτε, μήπως ξεχάσατε νά στείλετε εὐχές στό Καζάν; Στό Ὀβρούτς, στό Σοχούμ μή τυχόν ξεχάσατε νά στείλετε;
  -Ὄχι, πάτερ, σέ ὅλους στείλαμε.
Καί ὁ στάρετς χαιρόταν, ἀλλά πικραινόταν, ἄν ξεχνοῦσαν κάποιον.  Τότε τούς ἔλεγε:
  -Στεῖλτε σήμερα.  Κάλλιο ἀργά παρά ποτέ!
Ὅταν ὁ μπάτουσκα μοίραζε πασχαλινά αὐγά στό δρόμο, καθώς ἔβγαινε ἀπό τό ναό, ὁ λαός τόν ἔσπρωχνε ἀπ’ ὅλες τίς μεριές καί μέ κόπο ἄνοιγε δρόμο ἀνάμεσα στό πλῆθος τῶν πιστῶν πρός τό κελλί του, παρηγορώντας καί εὐλογώντας ὅλους.

Κατά τή διδασκαλία του ἔλεγε:
 -Κάμετε περισσότερα ἀγαθά ἔργα.  Τά ἀγαθά ἔργα εἶναι πολυτιμότερα ἀπό χίλιες μετάνοιες! 


Ψηφιοποίηση κειμένου Κατερίνα
 http://anavaseis.blogspot.com/2010/08/blog-post_01.html

«ΑΦΗΣΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΝΑ ΕΛΘΟΥΝ Σ΄ ΕΜΕΝΑ»(MP3)


Ὁμιλία τοῦ π. Σἀββα στίς 8-07-09.
Πηγή εἰκόνας:
http://t2.gstatic.com

Οι λεγόμενοι «αόρατοι ερημίτες» του Άθωνα

Οπωσδήποτε πολλοί εκ των αναγνωστών του παρόντος πονήματος θα έχουν ακούσει ή διαβάσει έστω και μια διήγηση για τους αόρατους Ερημίτες του Άθωνα. Άλλοι τους ονόμασαν «αόρατους ασκητές», άλλοι «γυμνούς ασκητές», άλλοι «μυστικούς γέροντες», άλλοι πάλι «αφανείς αναχωρητές». Πρόκειται για ομάδα ασκητών, οι οποίοι είναι εφτά, κατʼ άλλους δώδεκα και κατʼ άλλους δέκα, οι οποίοι διατρίβουν στις ερημικότερες περιοχές της αθωνικής ερήμου και είναι αόρατοι από τα μάτια των ανθρώπων. Εμφανίζονται μόνο σʼ όποιον αυτοί θέλουν ως επί το πλείστον απλό και απονήρευτο μοναχό ή και σε ευσεβή και ευλαβή προσκυνητή που έχει καθαρό και χριστιανικό βίο. Εδώ πρέπει να μεταφέρω κάποια υποσημείωση ενός σύγχρονου συγγραφέα μοναχού (Από το βιβλίο του μοναχού Ιωσήφ Διονυσιάτου «Ο Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης», 2002) περί των μυστηριωδών αυτών ασκητών που την βρήκα την πιο κατάλληλη σε περιεκτικότητα και περιγραφή και την πιο σύντομη για το θέμα αυτό : «Γυμνοί ασκητές : Κατά την μακραίωνη ιστορία του Αγίου Όρους υπάρχει η εξής παράδοσις. Μια ομάδα ασκητών τον αριθμόν επτά ( κατʼ άλλους
δώδεκα), ζουν με άκρα άσκηση, με μοναδικό έργο την αδιάλειπτη προσευχή υπέρ όλου του κόσμου. Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο να ζουν άοικοι και γυμνοί και να είναι αόρατοι από τους
οφθαλμούς των ανθρώπων».
Η φήμη των ασκητών αυτών, μάλλον η παράδοση αυτή διασώζεται τα τελευταία διακόσια χρόνια τουλάχιστον και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά στον αγιορείτικο μοναχισμό και ιδίως τον ασκητισμό, και όχι μόνο αλλά και σε ολόκληρη την ορθοδοξία … Συζήτησα με πολλούς αγιορείτες Γέροντες, Σκητιώτες, Κοινοβιότες, Κελλιώτες, Ερημίτες για το θέμα αυτό, δηλαδή την ύπαρξη και σήμερα των αοράτων γυμνών ασκητών και βρήκα πολλούς να πιστεύουν ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι ερημίτες. Συνάντησα πράγματι απλούς και ενάρετους και αγωνιστές Μοναχούς και Γέροντες οι οποίο πιστεύουν τη παράδοση αυτή. Δηλαδή ότι υπάρχουν και σήμερα τέτοιοι αναχωρητές σε άβατα αθωνικά μέρη, που ζουν πρωτόγονα, απλά, λιτά και τρέφονται από το Θεό με θαυμαστό τρόπο. Μάλιστα ένας τέτοιος απλός Γέροντας μου διηγήθηκε ότι γνωρίζει μερικούς τέτοιους μυστικούς αναχωρητές οι οποίοι ζουν στη ψηλότερη και αγριότερη περιοχή από αυτόν και ότι τους οικονομεί η θεία Πρόνοια τα προς το ζωή αναγκαία με θαυμαστό και ιδιαίτερο τρόπο. Και ότι τις νύχτες αγρυπνούν προσευχόμενοι όρθιοι. Και για να μην νυστάξουν και πέσουν κάτω – μετά τις μεσονύκτιες ώρες που αποκάμνουν – στηρίζονται με σχοινιά δεμένοι από τις μασχάλες και που κρέμονται από δοκάρια. Και δεν θέλησε να μου πει ούτε τον τόπο που μένουν, ούτε τα περαιτέρω της θαυμαστής ασκητικής των πολιτείας. Υπάρχουν πάλι άλλοι μοναχοί που πιστεύουν ότι υπάρχει μέχρι σήμερα η ομάδα αυτή των εφτά ασκητών και αναπληρώνεται όταν πεθάνει κάποιος απʼ αυτούς με άλλον ενάρετο από τους Αγιορείτες Μοναχούς, ο οποίος προσφεύγει κοντά τους με θαυμαστό τρόπο και γίνονται πάλι εφτά. Υπάρχει και παράδοση μάλιστα, που υποστηρίζει ότι αυτοί οι Εφτά ερημίτες (κατʼ άλλους δώδεκα) θα επιτελέσουν την τελευταία Λειτουργία στη κορυφή του Άθωνα στο ναϊδριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Και μετά θα έρθει η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία. Αυτοί οι εφτά (ή δώδεκα) δεν θα γευθούν θάνατο, αλλά θα μεταμορφωθούν. Δηλαδή θα αλλάξουν μορφή και τα σώματά τους θα γίνουν άφθαρτα και αθάνατα όπως όλων των ευρισκομένων εν ζωή τότε ανθρώπων. Υπάρχουν βέβαια και μερικοί οι οποίοι θεωρούν την παράδοση αυτή των «αοράτων Ερημιτών» σαν θρύλο.

Πηγή: Οι αόρατοι ερημίτες του Άθωνα, Βλασίου μοναχού Αγιορείτου, Εκδόσεις ΤΕΡΤΙΟΣ, Σελίδες 18,19,21,22
http://anavaseis.blogspot.com/2010/07/blog-post_3086.html#more
vatopaidi.wordpress.com

«Ἡ εἰρήνη στήν οἰκογένεια» (Μέρος Ζ΄ - Τελευταίο). Ὁμιλίες μέ τον ἱερομόναχο Πατέρα Σάββα Ἁγιορείτη.

Ἡ εἰρήνη στήν οἰκογένεια
Μέρος ΣΤ΄

Ὁμιλίες μέ τον ἱερομόναχο Πατέρα Σάββα Ἁγιορείτη
(άπομαγνητοφωνημένη ομιλία που μπορείτε να ακούσετε εδώ ή εδώ)
 

Ἐρώτηση:
-    Νά ρωτήσω ;
-    Ναι!
-    Ὑπάρχει μία συγκεκριμένη προσευχή ἤ αὐτό πού νοιώθουμε νά ζητήσουμε;
-    Αὐτό πού σᾶς εἶπα.  Χριστέ μου βοήθησέ μέ, φώτισέ με νά κατανοήσω αὐτά, πού θά διαβάσω, αὐτά, πού θά ἀκούσω.  Φώτισε καί τόν ὁμιλητή νά ὁμιλήσει σωστά. Κάνε νά γίνει τό θέλημά Σου  σέ ὅλα... Ἔτσι ἁπλᾶ νά προσευχηθοῦμε.
-    Καί γιά τά παιδάκια;……..
-    Καί γιά τά  παιδάκια.  Πᾶμε νά κάνουμε μάθημα στό  σχολεῖο.  «Φώτισέ με Χριστέ Μου, τί νά πῶ στά παιδάκια.  Φώτισε καί τά  παιδάκια νά κατανοήσουν αὐτά, πού θά τούς πῶ, νά τά  ἐφαρμόσουν στήν ζωή τους». Ἐννοεῖται ὅτι θά τούς πεῖτε  σωστά πράγματα, γιά νά τά ἐφαρμόσουν...
 Ἀλλά ἄν προσευχηθεῖτε σωστά θά σᾶς φωτίσει ὁ Θεός, ὁπότε θά ὁμιλήσετε τά πρέποντα.
Ἐρώτηση:
-    Κι ἄν κάποια φορά αἰσθάνεσαι ὅτι δέν σέ ἀκούνε. Ὅτι αὐτά, πού λές τούς φαίνονται λίγο ἤ τελείως παράξενα, θά συνεχίσεις ἤ ὄχι;
-    Ἐμεῖς θά συνεχίσουμε. Ἐμεῖς θά τά ποῦμε, ἔστω καί γιά τόν ἕναν.  Μπορεῖ νά τά  ἀκούσει, ἕνας ἀπ΄τους τριάντα, ἔτσι;... Γιά αὐτόν τόν ἕναν, θά τά ποῦμε. Βλέπετε οἱ Ἀπόστολοι πού γύρισαν ὅλο τόν κόσμο...Τούς ἄκουγαν ὅλοι;
Τούς ἄκουγαν. Ἀλλά τούς ὑπάκουαν ὅλοι; Ἐλάχιστοι.
Πῆγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν Ἀθῆνα, μίλησε στόν Ἄρειο Πάγο. Ἀποτέλεσμα; Ἐλάχιστοι πίστεψαν·
καί ἀπ΄ αὐτούς, πού ἤτανε μορφωμένοι ἐλαχιστότατοι.
Κι ὅμως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πῆγε γιά αὐτούς. Γιά ὅλους πῆγε, ἀλλά δέν τόν πίστεψαν ὅλοι.  Ἀνάμεσά σ’ αὐτούς, πού πίστεψαν ἦταν κι ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης. Μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός ὅλους τούς καλεῖ ἀλλά, δέν θέλουν ὅλοι. Ἐμεῖς θά πᾶμε γιά αὐτούς πού θέλουνε.  Καί δέν θά πάψουμε νά μιλᾶμε.  «Λάλει καί μή σιωπήσεις»,  δέν  λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ;
Θυμηθεῖτε τήν παραβολή τοῦ σπορέως καί τίς ἐνδεχόμενες περιπτώσεις. Ὁ σπόρος ἔπεσε στήν καλή γῆ, ἔπεσε στἰς πέτρες, στά ἀγκάθια καί στό  δρόμο. Ἀπ΄ τίς τέσσερις περιπτώσεις, ἡ μία καρποφόρησε. Νά τό πάρουμε καί ἀναλογικά, μαθηματικά: τό 25% εἶναι αὐτοί, πού δέχονται ὅ,τι πού λέμε. Ὁπότε νά μήν ἀπογοητεύεστε. Ἀπό τούς ἑκατό δηλαδή, οἱ εἰκοσιπέντε θά τό δεχτοῦνε. Ἤ μᾶλλον τό δέχονται περισσότεροι στήν ἀρχή, ἀλλά μετά δέν καρποφοροῦνε.
Πᾶνε νά καρποφορήσουν, ἀλλά συμβαίνουν διάφορα.  Θυμᾶστε πού ἔλεγε ἐκεῖ ὁ Κύριος: α)Βγαίνουν τ΄ ἀγκάθια, πνίγουν τόν σπόρο ἤ β)Πέφτει ὁ σπόρος σέ ξηρό πετρῶδες ἔδαφος, βγαίνει ὁ ἥλιος καί τό καίει ἤ γ)Πέφτει ὁ σπόρος στήν πατημένη γῆ, ἔρχονται τά πουλιά καί τόν τρῶνε.
 Ἐμεῖς θά κηρύττουμε τό λόγο τοῦ Θεοῦ κι ὅποιος ἔχει καλλιεργημένο τό χωράφι του, θά τόν δέχεται τόν σπόρο καί θά καρποφορεῖ.
  Ἄλλωστε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ἡ δική μας ἡ παρηγοριά.  Τί λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ;
 Λέει ὁ Χριστός μας κάπου - γι’ αὐτό θέλω νά διαβάζετε τήν Ἁγία Γραφή, γιά νά παίρνετε κουράγιο καί δύναμη-  ὅτι «ἄν τόν δικό Μου λόγο τόν ἐτήρησαν οἱ ἄνθρωποι καί τόν δικό σας θά τόν τηρήσουν».
Καί πραγματικά κάποιοι τόν δέχτηκαν τόν Χριστό μας καί τόν τήρησαν τόν λόγο Του.  Λέει λοιπόν ὁ Χριστός Μας: Καί ἐσεῖς, πού θά μιλήσετε γιά Μένα, θά σᾶς ἀκούσουν κάποιοι καί θά σᾶς πιστέψουν. Ἐμεῖς γιά αὐτούς τούς κάποιους, θά μποῦμε στόν κόπο νά ὁμιλήσουμε, πρέπει νά ὁμιλήσουμε.
 Εἶναι λάθος αὐτό, πού λένε κάποιοι σήμερα, ὅτι «δέν πρέπει νά μιλᾶς στούς ἀλλόθρησκους γιά τόν Χριστό, διότι εἶναι φανατισμός αὐτό».
Τό νά λές τήν ἀλήθεια εἶναι φανατισμος;  Τό νά πεῖς στούς μουσουλμάνους ὅτι «εἶστε λάθος κύριοι, εἶστε στήν πλάνη, προσκυνᾶτε τόν ἔξω ἀπό ἐδῶ», αὐτό εἶναι φανατισμός;
Θά πρέπει, λένε κάποιοι, νά τόν ἀφήσεις ὅπως εἶναι, νά μήν θέλεις νά  τόν ἀλλάξεις.
Αὐτά εἶναι τά  διδάγματα τῆς νέας ἐποχῆς.  Εἶναι ὅμως τελείως λάθος.  Αὐτό δέν ἔχει ἀγάπη.
Τότε καί οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι δέν θά ἔπρεπε νά κηρύξουν στούς εἰδωλολάτρες, γιά νά μήν θεωρηθοῦν φανατικοί, γιά νά μήν τούς ποῦν ὅτι δέν σέβονται τίς ἄλλες θρησκεῖες, γιά νά μήν τούς κατηγορήσουν ὡς φανατικούς, ταλιμπάν, μουτζαχεντίν, κολλημένους, μεσαιωνικούς κ.λ.π., γιά νά μήν τούς ποῦν ὅτι δέν σέβονται τήν διαφορετικότητα τοῦ ἄλλου κ.λ.π.
Τότε ὁ κόσμος δέν θά ἄλλαζε ποτέ. Ἡ εἰρήνη πού εἶναι ὁ  Χριστός δέν θά ἐρχόταν ποτέ μέσα στούς ἀνθρώπους, οὔτε μέσα στίς οἰκογένειες, οὔτε μέσα στίς κοινωνίες. Ἐνῶ τώρα, ὅπου ἐφαρμόζεται ὁ ἀληθινός χριστιανισμός ὑπάρχει καί ἡ ἀληθινή εἰρήνη.
Ὅταν ὁ καρκινοπαθής, γιά παράδειγμα, πάει στό  γιατρό καί ὁ για-τρός τοῦ λέει: «Μιά χαρά εἶσαι, δέν ἔχεις τίποτα.  Νά τρῶς ἀπό ὅλα, νά κοιμᾶσαι...Τό πολύ-πολύ νά παίρνεις καμμιά ἀσπιρινούλα γιά νά μήν πονᾶς καί εἶσαι ἐντάξει».  Τί κάνει;
Τόν ἐμπαίζει, τόν κοροϊδεύει. Ἐνῶ ἔχει καρκίνο τοῦ λέει ὅτι εἶναι ὑγιής. Ἔτσι καί ἐσυ, ἐνῶ ξέρεις ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι αἱρετικός, ὅτι εἶναι στήν πλάνη, ὅτι προσκυνάει τόν διάβολο,... μέ τό νά τοῦ λές: «Μιά χαρά εἶσαι καί μεῖνε ὅπως εἶσαι».  Γιατί ἀλλιῶς ἐγώ θά θεωρηθῶ φανατικός ἄν τοῦ πῶ ὅτι εἶναι στήν πλάνη, ε; τότε τί τόν κάνεις αὐτόν τόν ἄνθρωπο;
Τόν ἐμπαίζεις, τόν κοροϊδεύεις καί δέν πρόκειται ποτέ αὐτός νά γίνει ὑγιής.
Ὅπως τώρα, γιά παράδειγμα, πού θά πάει ὁ Πάπας στήν Κύπρο .  Δέν ξέρω ἄν τό γνωρίζετε...
Βγῆκε λοιπόν, ὀρθότατα πράττων, ὁ πατήρ Ἀθανάσιος (Ἐπίσκοπος Λεμεσοῦ) καί εἶπε τό αὐτονόητο: ὅτι ὁ πάπας εἶναι αἱρετικός.
Πέσανε λοιπόν ἐπάνω του ὅλοι οἱ  ψευτοκουλτουριάρηδες  καί ψευτοπνευματικοί ἄνθρωποι. Καί λένε πώ! πώ! τί πράγματα εἶναι αὐτά, αὐτά εἶναι μεσαιωνικά πράγματα, αὐτό δέν ἔχει ἀγάπη καί ἄλλα παρόμοια. Μά ἀκριβῶς αὐτό ἔχει ἀγάπη.  Τό νά πεῖς στόν ἄλλον ὅτι ἔχεις καρκίνο καί πρέπει νά φροντίσεις νά θεραπευτεῖς.  Ὁ Πάπας ἔχει καρκίνο καί οἱ παπικοί καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἑτερόδοξοι καί ἀλλόδοξοι. Μεγάλο καρκίνο, εἶναι αἱρετικοί.  Δηλαδή εἶναι ἐκτός Ἒκκλησίας.  Γιαυτό καί δέν ἔχουν εἰρήνη μέσα τους, οὔτε γύρω τους. Δέν μποροῦν νά μήν ταράζουν καί νά μήν ταράζονται, διότι εἶναι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτός τοῦ θεανθρώπινου σώματος τοῦ Χριστοῦ.
-Αὐτό πάλι τί σημαίνει;
-Ὅτι δέν μποροῦν νά σωθοῦνε.  Διότι «ἐκτός Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία».  Λοιπόν ὅταν ἐσύ λές: «ὄχι μήν τό λές αὐτό, μήν λές ὅτι ὁ πάπας εἶναι αἱρετικός», τότε τί θά τοῦ πεῖς;
«Ὅτι εἶσαι ἐντάξει!». Ἄρα τόν κοροϊδεύουμε, τόν ἐμπαίζουμε, δέν τόν ἀγαπᾶμε, καταλάβατε; Τόν ἀφήνουμε νά πεθάνει στήν ἄγνοιά του καί στήν πλάνη του μαζί μέ τούς ὁπαδούς του.
Καί ὅμως βλέπετε πόσο διεστραμμένη εἶναι ἡ ἐποχή μας, πού ἔχει βαφτίσει τόν ἐμπαιγμό ἀγάπη.
Λένε: «μήν τοῦ λές, μήν τοῦ λές ὅτι εἶναι αἱρετικός..., ἀγάπη, ἀγάπη».  Μά αὐτή εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη, νά τοῦ πεῖς ὅτι «εἶσαι ἄρρωστος· νά πᾶς νά θεραπευτεῖς, νά μετανοιώσεις, νά εἰρηνεύσεις ἐσύ καί οἱ ὁπαδοί σου».
 Τώρα ἄν θά τό ἀκούσει ἤ ὄχι, ἐκεῖνος ξέρει. Ἀλλά κάποιοι θά τό ἀκούσουν.  Γιατί ἀπό τους παπικούς, πού εἶναι 1.200.000.000 κάποιοι ἔχουν καλή διάθεση, ἔχουν ὀργωμένο τό χωράφι τους.  Γι΄ αὐτούς πρέπει νά μιλήσουμε καί νά τούς ποῦμε: «κύριοι εἶστε στήν αἵρεση, δέν εἶστε σέ καλό δρόμο, πρέπει νά ἀλλάξετε. Γιά νά ἔλθει ἡ ἀληθινή εἰρήνη μέσα σας, μέσα στίς οἰκογένειές σας καί στίς κοινωνίες σας, πού κινδυνεύουν νά διαλυθοῦν».
 Ὄχι σοῦ λένε οἱ οἰκουμενιστές, οἱ νεοεποχίτες· αὐτό εἶναι φανατικό, δέν πρέπει νά τό λές, ἄφησέ τους ὅπως εἶναι, δέν πρέπει νά ἀλλάξουν.
Καί τά λένε καί «θρησκευόμενοι», δυστυχῶς καί «ὀρθόδοξοι» ἱερωμένοι αὐτά τά  πράγματα.  Δυστυχῶς.
 Εἶναι αὐτό τό πνεῦμα τῆς νέας ἐποχῆς, τό ὁποῖο πρωτοξεκίνησε καί καλλιεργήθηκε ἀπό ἀποκρυφιστές, μέντιουμ, μάγους καί μάγισσες.  Ἀπό ἐκεῖ ξεκίνησε ἡ νέα ἐποχή, ἄν ἔχετε ὑπ΄ὄψιν σας τήν ἰστορία. Ἀπό μία ὀνόματι Μπλαβατσκυ, κάποια Ἀλίκη Μπέϋλι καί κάποιους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἦταν μέντιουμ, ὑπηρετοῦσαν τόν Σατανά.
Αὐτοί βαφτίσανε τήν ἀγάπη, τήν πραγματική ἀγάπη, τήν ὀνομάσανε φανατισμό· καί αὐτό πού λέμε θρησκευτικό συγκρητισμό.  (δηλαδή τήν ἀντίληψη ὅτι ὅλες οἱ θρησκείες εἶναι τό ἴδιο) αὐτό τό ὀνομάσανε πρόοδο καί ἀλήθεια. Ἄν εἶναι δυνατόν νά εἶναι αὐτή ἡ ἀλήθεια, ἡ ἀντίληψη ὅτι ὅλες οἱ θρησκείες ὁδηγοῦν στόν ἴδιο Θεό καί ὅλες πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό. Αὐτά εἶναι τά  διδάγματα τῆς Νέας Ἐποχῆς (New Age), τοῦ νέου Ἔιτζ.
Λοιπόν, αὐτά σᾶς τά εἶπα μέ ἀφορμή τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα καί τήν ἔννοια τῆς ἀγάπης, τήν ὁποία ἔχουμε καταστρέψει, τήν ἔχουμε κατά-κρεουργήσει, γιαυτό καί δέν ἔχουμε οὔτε εἰρήνη.  Ἀγάπη χωρίς ἀλήθεια δέν εἶναι ἀγάπη καί δέν φέρνει ποτέ εἰρήνη.  Αὐτό νά τό ξέρετε, νά τό ξεκαθαρίσετε μέσα σας. Δηλαδή ὅταν γιά τόν ἄλλον ξέρεις τήν σωτήρια ἀλήθεια καί δέν τοῦ τή λές, τότε δέν τόν ἀγαπᾶς. Τοῦ στερεῖς ἔτσι τήν θεραπεία, τήν εἰρήνη, τήν σωτηρία.
Ὅπως κάποιοι ξέρουν ὅτι ὁ ἄνθρωπός τους πεθαίνει καί σοῦ λένε μήν τοῦ τό λές.
-Μά πρέπει νά ἐξολογηθεῖ, νά κοινωνήσει.
-Ὄχι μήν τοῦ τό λές, θά τρομάξει.
Καί τόν ἀφήνουν νά πεθάνει ἀνεξομολόγητος καί ἀκοινώνητος, γεμάτος τρόμο, νά τόν πάρει ὁ ἔξω ἀπό δῶ, νά τόν πάει στήν κόλαση κατευθείαν,... γιά νά μήν τρομάξει. Μά τότε εἶναι πού θά τρομάξει καί μάλιστα αἰώνια.
Δυστυχῶς ὅμως ὅλο αὐτό τό θεωροῦν ἀγάπη.
Λοιπόν, ἄλλο... Τά εἴπαμε ὅλα.
Ἐλᾶτε νά κάνουμε προσευχή.
 
Δόξα Πατρί καί Υἱῷ καί Ἁγίῳ Πνεύματι. Καί νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Εὐλογητός εἶ Χριστέ ὁ Θεός Ἡμῶν, ὁ πανσόφους τούς ἁλιεῖς
ἀναδείξας καταπέμψας αὐτοῖς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί διά αὐτῶν τήν οἰκουμένη σαγηνεύσας φιλάνθρωπε . Δόξα Σοι.
Δι΄εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός Ἡμῶν, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.


Ὁ Θεός μαζί σας παιδιά!

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ψηφιοποίηση κειμένου Κατερίνα
http://anavaseis.blogspot.com/2010/08/blog-post_229.html


1 Αυγούστου Συναξαριστής Των Αγίων 7 Μακαβαίων, των Αγίων 9 Μαρτύρων, Πάπα του Νέου, Ελεαζάρου, Κηρύκου, Θεοδώρου, Πολύευκτου, Μήνη και Μηναίου, Ελέσας Οσιομάρτυρος, Τιμοθέου Θαυματουργού, Ethelwald.

Οἱ Ἅγιοι Ἑπτὰ Μακαβαίοι

«Αὐτοκράτωρ ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός». Ὁ εὐσεβὴς λογισμὸς εἶναι κυρίαρχος καὶ ἐξουσιαστὴς ἐπὶ τῶν παθῶν. Αὐτὸ μὲ περίσσια ἀνδρεία ἀπέδειξαν οἱ ἑπτὰ ἀδελφοὶ Μακκαβαίοι μὲ τὴ στάση τους ἀπέναντι στὸν βασιλιὰ τῆς Συρίας Ἀντίοχο, ὅταν αὐτὸς τοὺς ἔταξε δόξες, τιμὲς καὶ ἐπίγειες ἀπολαύσεις, ἂν αὐτοὶ καταπατοῦσαν τὸν Μωσαϊκὸ νόμο καὶ ἔτρωγαν ἀπὸ τὰ ἀπαγορευμένα φαγητὰ ποὺ τοὺς πρόσφερε.
Προηγήθηκε ὁ ἐνενηκονταετὴς διδάσκαλός τους, Ἐλεάζαρος, ποὺ ἐφάρμοσε στὸ ἔπακρο τὸ νόμο ποὺ τοὺς δίδασκε, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἀντίοχος νὰ τὸν ρίξει στὴ φωτιά. Ἐμπνεόμενα ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ γέροντα διδασκάλου τους, τὰ ἑπτὰ ἀδέλφια κράτησαν τὴν ἴδια γενναία στάση ἀπέναντι στὸ βασιλιά, ὅταν τοὺς κάλεσε μπροστά του.
Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἀντίοχος προσπάθησε νὰ τοὺς κολακεύσει μὲ διάφορα ἐγκώμια γιὰ τὴ νιότη τους. Τοὺς εἶπε ὅτι ἂν ἔτρωγαν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα ποὺ τοὺς πρόσφερε, θὰ ἀπολάμβαναν μεγάλες τιμές, καὶ φυσικὰ θὰ τοὺς ἔσῳζε ἀπὸ τὸ θάνατο. Τότε οἱ ἑπτὰ ἀδελφοὶ ἀπάντησαν στὸν Ἀντίοχο: «χαλεπώτερον γὰρ αὐτοῦ τοῦ θανάτου νομίζομεν εἶναι σου τὸν ἐπὶ τῇ παρανόμῳ σωτηρία ἡμῶν ἔλεον». Δηλαδή, εἶναι περισσότερο ἐπιβλαβὴς καὶ ἀπ’ αὐτὸν τὸ θάνατο, νομίζουμε, ἡ συμπάθειά σου γιὰ τὴν παράνομη σωτηρία μας. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Ἀντίοχος, μὲ τροχούς, φωτιὰ καὶ ἀκόντια, ἕναν – ἕναν τοὺς σκότωσε ὅλους.
Ὅταν εἶδε αὐτὸ ἡ μητέρα τους Σολομονή, ρίχτηκε μόνη της στὴ φωτιὰ καὶ ἔτσι ὅλοι μαζὶ πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μακκαβαίων τὸν ἑπτάριθμον δῆμον, σὺν τῇ μητρὶ Σολομονῇ τῇ ἁγίᾳ, καὶ Ἐλεάζαρ ἅμα εὐφημήσωμεν· οὗτοι γὰρ ἠρίστευσαν, δι’ ἀγώνων νομίμων, ὡς φρουροὶ καὶ φύλακες, τῶν τοῦ Νόμου δογμάτων· καὶ νῦν ὡς καλλιμάρτυρες Χριστοῦ, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, ἀπαύστως πρεσβεύουσι.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Σοφίας Θεοῦ, οἱ στῦλοι οἱ ἑπτάριθμοι, καὶ θείου φωτός, οἱ λύχνοι οἱ ἑπτάφωτοι, Μακκαβαῖοι πάνσοφοι, πρὸ Μαρτύρων μέγιστοι Μάρτυρες, σὺν αὐτοῖς τὸν πάντων Θεόν, αἰτεῖσθε σωθῆναι τοὺς τιμῶντας ὑμᾶς.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἡ ἑπτάκλωνος συνδρομή, ὄρπηκες ὡραῖοι, Μακκαβαίων τῆς πατριᾶς, σὺν μητρὶ τῇ θείᾳ, ἅμα καὶ διδασκάλῳ, οἱ εὐκλεεῖς τοῦ Νόμου, καὶ θεῖοι φύλακες.





Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι ἐννέα μάρτυρες, Λέοντιος, Ἄττος, Ἀλέξανδρος, Κινδέας, Μνησίθεος, Κυριακός, Μηναῖος, Κατοῦνος καὶ Εὐκλής, ἔζησαν τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανου καὶ τοῦ ἡγεμόνα Φλαβιανοῦ, στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας.
Ὁ χριστιανισμὸς ἦταν μέσα τους ἀπὸ πολλὴ μικρὴ ἡλικία καὶ κρατήθηκε ἔτσι καὶ ἀφοῦ μεγάλωσαν. Ἕνα βράδυ λοιπόν, ἀποφάσισαν ὅτι θέλουν νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἔτσι πῆγαν στὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος καὶ κατέστρεψαν ὅλα τὰ ἀγάλματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Μετὰ τὴν ἐνέργειά τους αὐτή, ἀμέσως συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ τοὺς ἀνέκριναν, τοὺς ὑπέβαλαν σὲ βασανιστήρια.
Πρῶτα τοὺς ἔκαψαν τὰ πλευρά, μετὰ χρησιμοποιώντας σιδερένια νύχια τοὺς ἔσκισαν τὶς σάρκες, καὶ στὴ συνέχεια πῆραν ἀναμμένους δαυλοὺς καὶ τοὺς τρύπησαν τὰ μάτια. Μετὰ τοὺς ἔκλεισαν σὲ μία ἀπάνθρωπη φυλακή, χωρὶς νερὸ καὶ τροφή. Μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο τοὺς ἔβγαλαν καὶ τοὺς ἔριξαν σὲ ἕνα κλουβὶ μὲ θηρία γιὰ νὰ τοὺς κατασπαράξουν. Αὐτὰ ὅμως, παρὰ τὴν πεῖνα τους, καθόντουσαν ἤρεμα καὶ δὲν πλησίαζαν τοὺς Ἁγίους. Ὅσοι εἶδαν αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονός, πράγματι ἐξεπλάγησαν καὶ φώναξαν μὲ μία φωνὴ «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν». Καὶ τότε ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἀμέσως ἀκούστηκαν βροντὲς καὶ ἄρχισαν νὰ πέφτουν ἀστραπές, βροχή, ἐνῷ συγχρόνως ἀκούγονταν μία φωνή, ἡ ὁποία προσκαλοῦσε τοὺς Ἁγίους στὸν οὐρανό. Μόλις οἱ Ἅγιοι ἄκουσαν αὐτὴν τὴν φωνή, χάρηκαν πάρα πολύ. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ τύραννος νευρίασε τόσο πολὺ ποὺ διέταξε νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν.
Ἔτσι λοιπὸν ὁλοκληρώθηκε τὸ μαρτύριο τῶν ἐννέα Ἁγίων καὶ πέρασαν στὴν αἰώνια Βασιλεία.





Ὁ Ἅγιος Πάπας ὁ νέος

«Εἰς σάκκον βληθεῖς, καὶ θίβη ἐγκλεισθεῖς, καὶ εἰς θάλασσαν ριφθεῖς, τελειούται».





Ὁ Ἅγιος Ἐλεαζάρος ὁ Μάρτυρας

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τοῦ ἔκαψαν τὸ κεφάλι.





Ὁ Ἅγιος Κήρυκος ὁ Μάρτυρας

Μαρτύρησε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.





Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μάρτυρας

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.





Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ὁ Μάρτυρας

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔχωσαν μέσα σὲ κοπριά.





Οἱ Ἅγιοι Μήνης (ἢ Μηνός) καὶ Μηναῖος καὶ οἱ λοιποὶ ἐν τῷ Βιγλεντίῳ, πλησίον τοῦ χαλκοῦ Τετραπύλου

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.





Ἡ Ἁγία Ἐλέσα ἡ Ὁσιομάρτυς

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ ἦταν κόρη ἐνὸς πλούσιου Ἕλληνα, ποὺ ὀνομαζόταν Ἑλλάδιος. Ἡ δὲ μητέρα της Εὐγενία, ἦταν στεῖρα ἀλλὰ θεοσεβὴς χριστιανή. Ἔτσι διὰ τῆς προσευχῆς ἀπόκτησε θαυματουργικὰ τὴν Ἐλέσα, ποὺ ἀνέθρεψε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κάτω ἀπὸ τὶς δυσκολίες τοῦ εἰδωλολάτρη ἄντρα της.
Σὲ ἡλικία 14 χρονῶν ἡ Ἐλέσα ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ μητέρα καὶ ἔτσι ἔμεινε αὐτὴ κυρία τοῦ πλούσιου σπιτιοῦ τοῦ πατέρα της. Ἀμέτρητες τότε οἱ εὐεργεσίες καὶ οἱ ἐλεημοσύνες ποὺ ἔκανε στοὺς στερημένους καὶ πάσχοντες συνανθρώπους της. Κάποτε ὅμως ὁ πατέρας της τὴν παρακίνησε νὰ παντρευτεῖ κάποιον ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἄρχοντες, αὐτὴ ὅμως ἀρνήθηκε διότι ἡ κλήση της ἦταν ἄλλη, αὐτὴ τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας. Ἔτσι ὅταν κάποτε ὁ πατέρας της ἔφυγε γιὰ κάποιο ταξίδι, ἡ Ἐλέσα μοίρασε ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα στοὺς φτωχοὺς καὶ μὲ τὶς πιὸ πιστὲς δοῦλες της, διέφυγε στὰ Κύθηρα. Ἐκεῖ διὰ τῆς προσευχῆς, ἔκανε πολλὰ θαύματα.
Ὅταν ὅμως ὁ πατέρας της ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ ταξίδι καὶ ἔμαθε τὰ γεγονότα, θύμωσε πολὺ καὶ ἀφοῦ ἀνακάλυψε ποὺ βρισκόταν ἡ Ἐλέσα, ἀναχώρησε γιὰ νὰ τὴ φέρει πίσω. Ἀλλὰ ἡ γνώμη τῆς Ἐλέσας ἦταν ἀντίθετη αὐτῆς τοῦ εἰδωλολάτρη πατέρα.
Τότε αὐτός, ἀφοῦ ἀνελέητα τὴ βασάνισε, τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισε καὶ ἔτσι πανάξια ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
(Ἡ μνήμη τῆς συγκεκριμένης Ἁγίας δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ στοὺς Συναξαριστές. Τὴν βρίσκουμε σὰν μάρτυρα μόνο στὰ Κύθηρα).

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ στείρας ἐβλάστησας, καθάπερ ἄνθος τερπνόν, πατρὸς δὲ μισήσασα, τὴν ἀθεΐαν στερρῶς, Ἐλέσα πανένδοξε, ἔλαμψας ἐν τῇ νήσῳ τῶν Κυθήρων ὁσίως, ἤθλησας δὲ ἐν ταύτῃ, καὶ λαμπρῶς ἐδοξάσθης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις, τὰ θεῖα δωρήματα.

Κοντάκιον.Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν Κυθήροις ἔλαμψας ἀμέμπτῳ βίῳ, καὶ λαμπρῶς ἠγώνισαι, ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρικῶς· ὅθεν ἀξίως δεδόξασαι, Ὁσιομάρτυς Ἐλέσα πανένδοξε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Ἐλέσα νύμφη Χριστοῦ, Παρθενομαρτύρων, ἀκροθίνιον εὐκλεές· χαίροις Κυθήρων, ὡράϊσμα καὶ σκέπη, σεμνὴ Ὁσιομάρτυς, Ἀγγέλων σύσκηνε.





Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Θαυματουργός Ἀρχιεπίσκοπος Προκοννήσου (Προικοννήσου)

Ἔζησε στὰ μέσα του 6ου αἰῶνα, ἐπὶ βασιλέων Ἰουστίνου τοῦ Θράκας καὶ ἀνεψιοῦ του Ἰουστινιανοῦ τοῦ Μεγάλου.
Λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς, ἔγινε ἐπίσκοπος Προκοννήσου ἢ Προικοννήσου, καὶ ποὺ σήμερα λέγεται Μαρμαράς. Τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα ἐξάσκησε ἄριστα διὰ τῆς πραότητάς του καὶ διὰ τῆς προσευχῆς. Κάποτε μάλιστα θεράπευσε καὶ τὴν κόρη τοῦ βασιλιὰ Ἰουστινιανοῦ ἀπὸ δαιμόνιο.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 1η Αὐγούστου. Ἀργότερα ἡ βασίλισσα Θεοδώρα, πρὸς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης στὸν Ἅγιο, ἔκτισε Μονὴ στὸ ὄνομά του, ἐκεῖ ὅπου βρέθηκε τὸ ἅγιο λείψανό του. Ἐκεῖ κοντὰ μάλιστα, βρέθηκε καὶ πηγὴ ἁγιάσματος.





Ὁ Ἅγιος Ethelwald (Ἀγγλοσάξωνας)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθήναι 1985.
http://anavaseis.blogspot.com/2010/08/1.html

Μέγας Συναξαριστής